Το νόημα είναι ότι δεν υπάρχει νόημα

sunsetGrainΥπάρχει μία ρήση των σνομπ που δείχνει πόσο δύ­σκολη ή μάταιη είναι υποτίθεται οποιαδήποτε εξέλιξη στην ανθρώπινη σκέψη. Λέει: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Μερικοί καταλαβαίνουν κάποια πράγματα όμως δεν μπορούν  να τα εκφράσουν διά λόγου. Τέλος υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι που καταλαβαίνουν πολλά, μπορούν να τα διατυπώσουν με λόγο, όμως δεν τους καταλαβαίνουν οι άλλοι πλέον, γιατί ανήκουν στην πρώτη κατηγορία.

Από μικρός παρατήρησα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονταν και καταλάβαιναν πολλά πράγματα όμως δεν μπορούσαν να καθορίσουν τις εξελίξεις. Τους έλειπε η κα­τάλληλη πληροφόρηση -αν δεν ήταν θύματα παραπληρο­φόρησης-  όπως επίσης και το χρήμα ή τα όπλα για να επιβάλουν την άποψή τους.  Σ’ ένα κόσμο όπου η άποψη δεν επιβάλλεται με την χρησιμότητά της αυτό οδηγούσε την δική τους άποψή στην ανυπαρξία.

Γι’ αυτό σιωπούσαν. Την ίδια στιγμή, λόγω των δυσκο­λιών που αντιμετώπιζαν φιλοσοφούσαν τη ζωή ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν αναπτύσσοντας έτσι αξιόλο­γες ικανότητες αντίληψης και σκέψης.

Όσο ανέβαινε η κοινωνική στάθμη, παρατήρησα πως αυτοί που αναμειγνύονταν στις εξελίξεις ήταν ολοένα πε­ρισσότερο άνθρωποι που τα προβλήματά τους, σε οποια­δήποτε ηλικία και οποιασδήποτε φύσης τους τα έλυναν κάποιοι άλλοι. Αυτοί της προηγούμενης κατηγορίας.

Τέλος αυτοί  που πραγματικά καθόριζαν τις εξελίξεις, βασιλείς, πρωθυπουργοί και μεγιστάνες του πλούτου, δεν καταλάβαιναν τίποτα απολύτως σχετικά με τον κόσμο που όριζαν  μιας και ποτέ δεν είχαν την παραμικρή επαφή μαζί του.

Αυτό διαμόρφωνε έναν κόσμο κοντά στη θεωρία των σνομπ, με άλλες κοινωνικές κατηγορίες όμως να αντιπρο­σωπεύουν τα ποσοστά από αυτές που θα περίμενε κάποιος από μία τέτοια θεωρία. Η μάζα δηλαδή, αυτή η, κατά την εξουσία, αγέλη ζώων, που μόνο με την βία και την ισχύ του χρήματος μπορούσε να αποδώσει κάποιο έργο, έδει­χνε η πιο φιλοσοφημένη και πειθαρχημένη ομάδα και μόνο εξ αιτίας της υφίστατο ο πολιτισμός. Αν στην πλειο­ψηφία της η μάζα δεν πίστευε, υποστήριζε και εφάρμοζε κάθε μέρα πάρα πολλές αξίες, ο κόσμος θα ήταν ένα χάος.

Αντίθετα όσο πιο πλούσιοι και άρχοντες ήταν κάποιοι τόσο πιο άναρχα συμπεριφέρονταν. Αποφάσιζαν και εκτε­λούσαν τα έργα τους με απίστευτη απερισκεψία επιπολαι­ότητα και αδιαφορία απέναντι στον πολιτισμό την ιστορία και την εξέλιξη που διατηρούσαν όλοι οι υπόλοιποι.

Ήταν μία καταπληκτική θεωρία τόσο πολύ που θα ένοιωθα ίσως τρελός όταν την διαπίστωνα αν δεν έβλεπα αμέσως ότι επαληθευόταν παντού. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας, δεν φαινόταν πλέον ανεξήγητο ότι διαθέτουμε την τεχνολογική, επιστημονική και ενεργειακή υποδομή για να είμαστε το πιο ευτυχισμένο ζωικό είδος του πλα­νήτη, όμως αντί γι’ αυτό είμαστε το πιο απειλούμενο. από πολέμους ή ολοκληρωτική παρακμή του πολιτισμού μας που θα προκαλέσουν, ή προκαλούν ήδη, αυτοί που μας διοικούν. Ήταν φυσικό αφού διοικούμαστε από εγκεφά­λους που έχουν να δουλέψουν χρόνια.

Συλλογιζόμενος την κατάσταση έκανα μία ακόμη ση­μαντική ανακάλυψη. Ότι η απληστία δεν είναι από μόνη της βλαβερό συστατικό της προσωπικότητας. Μόνο η απληστία για χρήμα ήταν. Ούτε το να επιζητεί κανείς το προσωπικό κέρδος δημιουργούσε πρόβλημα. Γιατί υπάρ­χουν πολλά επίπεδα στα οποία μπορεί να επιζητήσει κα­νείς προσωπικό κέρδος.

Μπορεί να είναι κανείς άπληστος για ευδαιμονία, για τεμπελιά, άπληστος για σεξ, για ευτυχία, για συντροφικό­τητα, για συζητήσεις, για αγάπη, για εξερευνήσεις. Άπλη­στος για υγεία, σωματική και ψυχική.

Αν μας έφταναν όσα είχαμε, θα ζούσαμε ακόμη στις σπηλιές. Ανακαλύψαμε τον ηλεκτρισμό από απληστία για τεμπελιά. Ίσως ακούγεται περίεργο να διατυπώνεται έτσι το κίνητρο για μια τόσο σημαντική ανακάλυψη, μιας και η τεμπελιά θεωρείται αρνητικό χαρακτηριστικό της προ­σωπικότητας. Αυτό δεν αλλάζει ότι ο ηλεκτρισμός είναι ενέργεια με λιγότερο κόπο. Αν δεν είχαμε το συγκεκριμένο κίνητρο, να δουλεύουμε δηλαδή ολοένα και λιγότερο, θα κόβαμε ακόμη όλοι μαζί ξύλα για τις φωτιές μας.

Όμως αυτοί που τα φτιάχνουν και είναι άπληστοι για ενέργεια, ευδαιμονία ή τεμπελιά είναι άλλοι από αυτούς που τα ελέγχουν οι οποίοι είναι άπληστοι για χρήμα. Έτσι ο ηλεκτρισμός τελικά χρησιμεύει για να φτιάξουμε εργο­στάσια, τα οποία θα φτιάχνουν αυτοκίνητα, τα οποία θα πουλάνε σε όλο τον κόσμο, και τελικά ο κύριος τάδε, που έχει την αυτοκινητοβιομηχανία, και είναι άπληστος για χρήμα, να προσθέσει μερικά μηδενικά στον τραπεζικό του λογαριασμό.

Οι 358 πιο πλούσιοι άνθρωποι στη γη, βγάζουν, κάθε χρόνο, όσα βγάζει ο μισός πληθυσμός της γης. Πέθανε, διάβαζες σε κάποια είδηση και άφησε τόσα δις περιουσία πίσω του. Για να τα αφήσει συνεπώς δεν τα έφαγε, ούτε καν τα πήρε  μαζί του. Τα έκανε μηδενικά σε ένα λογα­ριασμό τραπέζης. Όμως η γενικευμένη εφαρμογή του δόγματος όπου μόνο το χρήμα γίνεται σεβαστό, απαιτεί την συσσώρευση μηδενικών. Αυτός που έχει τα περισσό­τερα μηδενικά εξουσιάζει τους άλλους με τα λιγότερα. Ο πολλά μηδενικά είναι ο πιο έξυπνος και μπορεί να μιλάει, και οι άλλοι που είναι λιγότερο έξυπνοι πρέπει να τον ακούν.

Η πραγματικότητα βέβαια απέχει πολύ από αυτό το πλασάρισμα. Ότι ο πολλά μηδενικά δηλαδή είναι η διά­νοια και η σοφία προσωποποιημένα. Γιατί ο πλούσιος στις περισσότερες περιπτώσεις έχει παραλάβει σε χρήματα αρ­κετά μηδενικά, όπως επίσης γνωριμίες, κοινωνικό κύκλο και επιχειρηματική βάση,  τα οποία παράγουν χρήμα εκ νέου από μόνα τους. Ακόμα και οι ιδέες τις περισσότερες φορές, πάνω στις οποίες όλα αυτά λειτουργούν, δεν ανή­κουν σ’ εκείνον. Ανήκουν σε άτομα της πρώτης κατηγο­ρίας, που τα διευθύνουν άτομα της δεύτερης μέσα στις επιχειρήσεις του. Έτσι σε επίπεδο προσωπικότητας το χρήμα πάρα πολλές φορές υποδηλώνει τα πολλά μηδε­νικά, χωρίς όμως το σημαντικό ψηφίο μπροστά. Δηλαδή σκέτα πολλά μηδενικά.

Η παραποίηση και η διαστρέβλωση όμως των εννοιών είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικό της εποχής μας. Μία διαστρέβλωση που δεν αφορά μόνο το χρήμα, που κάποτε ήταν μέσο μεταφοράς και προσφοράς ενέργειας αλλά και όλες τις σημαντικές έννοιες. Οι έννοιες σήμερα αξιολογούνται μόνο με βάση τον βαθμό αντίστασής τους σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι που τελευταία έχει γίνει μεγάλη μόδα: Το παιχνίδι της εξυπνάδας ή αλλιώς παιχνίδι ισχύος.

Το παιχνίδι δεν είναι ορισμένο, μιας και κανείς δεν πα­ραδέχεται  την ύπαρξή του, όμως σε γενικές γραμμές λει­τουργεί κάπως έτσι. Απόψεις που κάποτε στήριζαν την κοινωνική δομή δεν είναι σήμερα παρά κουμπιά του παι­χνιδιού. Κόλπα δηλαδή σαν τα επίπεδα που περνάει κα­νείς σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι στο PC που ολοένα γίνο­νται πιο δύσκολα. Το βασικό κόλπο είναι ποιος θα πιστέ­ψει. Αυτός είναι ο βλάκας. Θα χάσει στο εν λόγω επίπεδο, και μάλλον δεν θα μπορέσει να περάσει στα επόμενα.

Στην πράξη τώρα,  μεταξύ δύο εραστών, αυτός που θα αφεθεί στο σεξ θα είναι το θύμα αυτού που θα ξέρει καλά το παιχνίδι, ότι όλα δηλαδή είναι ψέματα. Αυτός δεν θα αφεθεί. Ο πρώτος θα απολαύσει το σεξ περισσότερο όσο αυτό συμβαίνει, όμως θα νοιώσει περισσότερο ταπεινωμέ­νος και μειωμένος σε προσωπικό επίπεδο μετά από αυτό. Θα τον κάνει ο παίκτης να νοιώσει έτσι. Παίρνοντας του ενέργεια, όπως και μερικούς πόντους εξυπνάδας για το  παιχνίδι.

Η αγάπη είναι ένα ακόμη επίπεδο του παιχνιδιού, πιο ψηλά από το σεξ. Εδώ όποιος πιστέψει τον παίκτη για τα ειλικρινή του αισθήματα, μπορεί να χάσει και τη ζωή του ακόμη, εκτός από την αυτοεκτίμησή του. Η αγάπη κάποτε απέδιδε ζευγάρια, οικογένειες και τη στοργή που τα δια­τηρούσε όλα αυτά. Στο παιχνίδι, όποιος τα πιστεύει, θα τα προσφέρει προφανώς στον παίκτη, ο οποίος με τη σειρά του θα τα υπόσχεται, και μόνο εικονικά θα παρέχει. Αυτό μπορεί να κρατήσει ακόμη και για ολόκληρη τη ζωή του θύματος.

Μετά τη δεκαετία του 60 το παιχνίδι άρχισε να γίνεται πολύ δημοφιλές. Ξαφνικά είχε βρεθεί μία μέθοδος να βγάλουν χρήμα άνθρωποι που αλλιώς δεν θα έβγαζαν ποτέ. Άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν ή που δεν ήθελαν γιατί ήταν ματαιόδοξοι. Όλο και περισσό­τεροί εγκατέλειπαν το καλό σεξ, τις σχέσεις ή τις φιλότιμες επιδιώξεις σε οποιονδήποτε τομέα, κυνηγώντας με έξαψη το επόμενο επίπεδο του παιχνιδιού.  Και το χρήμα, που έτσι ερχόταν πιο εύκολα.

Τα τελευταία 15 χρόνια το παιχνίδι έχει γίνει τόσο δη­μοφιλές που το βλέπεις σχεδόν παντού. Η τηλεόραση είναι γεμάτη σήριαλ με άτομα που εξαπατούν συστηματικά ο ένας τον άλλον. Στις κινηματογραφικές ταινίες μεγάλο πο­σοστό παρουσιάζει αυτόν που πιστεύει σε οτιδήποτε να πιάνεται διαρκώς θύμα κυρίως αυτών που εμπιστεύεται περισσότερο. Και να γλιτώνει μόνο χάρη σε έναν καταιγι­σμό βίας. από τον οποίο σχεδόν βοά ότι μόνο ο σκηνοθέ­της έχει αποφασίσει να τον βγάλει όρθιο στο τέλος.

Γιατί όλο το παιχνίδι στηρίζεται στο ότι ο ένας από τους δύο που συμμετέχουν στην εκάστοτε κατάσταση, αγνοεί ότι πρόκειται για παιχνίδι. Ότι όλα είναι μία ψευδαί­σθηση. Πώς θα συνέχιζαν να πιστεύουν κάποιοι, αν πα­ντού όπου κοίταζες όσοι πίστευαν σε οτιδήποτε φαίνονταν οι ηλίθιοι της ταινίας; Νικητές λοιπόν στις ταινίες, χαμένοι στη πραγματικότητα, όσοι πιστεύουν σε κάτι. Χωρίς μηδε­νικά στο λογαριασμό τους.

Όσο ανέβαιναν τα επίπεδα του παιχνιδιού οι παίκτες προκειμένου να έχουν ολοένα και περισσότερα θύματα,  άρχισαν να συνεργάζονται. Έτσι στο επίπεδο ποιος πι­στεύει στην ειρήνη, δύο παίκτες μπορούν να κάνουν πολύ χοντρό παιχνίδι συνεργαζόμενοι.

Η ειρήνη, για τον καλό τον παίκτη, είναι μόνο διαστή­ματα μεταξύ των πολέμων που θα γίνουν οπωσδήποτε. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αγωνιστεί κανείς γι’ αυτήν. Έτσι ένας παίκτης πείθει κάποιους που επιθυμούν την ειρήνη, να αγοράσουν όπλα για να την υπερασπιστούν. Στην συ­νέχεια αρκεί να βρει έναν άλλο παίκτη που πρεσβεύει τα ίδια περί ειρήνης, ο οποίος για τον ίδιο λόγο πάντα, την υπεράσπιση της ειρήνης, οπλίζει τους απέναντι. Όταν έρ­θει η ώρα οπλισμένοι σαν αστακοί πλέον οι δύο πιστοί της ειρήνης αρπάζονται μεταξύ τους, με λίγη βοήθεια βεβαίως από τους παίκτες. Καταναλώνοντας παρεμπιπτόντως και όλα τα όπλα που αγόρασαν. Το πιο διασκεδαστικό; Ευ­γνωμονώντας τους παίκτες που τους τα πούλησαν.

Αυτό αποφέρει φυσικά και στους δύο παίκτες πάρα πολύ μεγάλο κέρδος. Με αυτό το κέρδος, θα εξοπλιστούν και, σε πρώτη ευκαιρία, θα φάνε και τον άλλο παίκτη ώστε να ανέβουν το επίπεδο. Γιατί ο καλός ο παίκτης δεν πιστεύει ούτε στην φιλία φυσικά ούτε στην συνεργασία. Όποιος τα πιστεύει αυτά χάνει και μένει στο προηγούμενο επίπεδο.

Ακούγεται σαν ένα αρρωστημένο παιχνίδι και σίγουρα είναι. Όμως αν παρατηρήσει κανείς όλα αυτά οδηγούν σε διαδοχικές ληστείες ενέργειας, χρημάτων, αισθημάτων και πάσης φύσης ανθρώπινων ή άλλων πόρων, που, αντίθετα με τις άλλες ληστείες, τις γκανγκστερικές ας πούμε, τα θύματα παρέχουν όσα κατέχουν πρόθυμα! Για πρώτη φορά στην ιστορία μάλιστα για όλες αυτές τις ληστείες και την απάτη όχι μόνο υπάρχει, διαφημίζεται κιόλας, η απα­ραίτητη δικαιολογία για να τις κάνεις. Για να είσαι πραγ­ματικά έξυπνος.

Δεν είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από ανθρώπους του υποκόσμου. Αυτοί είναι κακοί, το δηλώνουν και το ξέρει όλος ο κόσμος. Ξέρεις που θα τους βρεις και τι θα κά­νουν. Οι καλοί οι παίκτες ανήκουν στην πιο ελίτ κοινωνία. Είναι αυτοί που αντιπροσωπεύουν κάθε υπαρκτή αξία. Όμως μόνο εικονικά. Γιατί όποιος δεν την αντιπροσωπεύει έτσι, είναι κακός παίκτης και κάπου, σε κάποιο επίπεδο θα καεί, πολύ πριν ανέβει στο πάνθεον.

Οι καταπληκτικοί αυτοί παίκτες βέβαια μπορεί να απο­τελούν την ελίτ του εν λόγω παιχνιδιού, όμως δεν έχουν καμία σχέση με εκείνο το μικρό ποσοστό της ανθρώπινης ελίτ που ανέφερε η ρήση των σνομπ. Των χαρισματικών που έχουν πάρα πολλά να προσφέρουν. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό με το ιδιότυπο αυτό παιχνίδι. Ότι τα μόνα συστατικά της προσωπικότητας που χρειάζεσαι για να γί­νεις καλός παίκτης είναι να διαθέτεις όσο το δυνατόν λιγό­τερα χαρίσματα.

 Όσο λιγότερο πιστεύεις ή είσαι οτιδήποτε τόσο περισ­σότερο αποτελεσματική θα είναι η παγίδα που θα στήσεις στους άλλους. Γιατί εσύ ξέρεις ποια διαδρομή θα ακολου­θήσουν. Κάτι που δεν το ξέρει κανείς για σένα, ώστε να σε παγιδεύσει, αφού δεν το ξέρεις ούτε εσύ ο ίδιος. Τι είσαι και σε τι πιστεύεις. Εκτός από το παιχνίδι βέβαια. Μόνο σ’ αυτό πιστεύει ο καλός ο παίκτης. Κάτι που  φυσικά ποτέ δεν ομολογεί.

Όσο περισσότερο είσαι ένα τίποτα λοιπόν, παραδόξως τόσο καλύτερος παίκτης γίνεσαι. Ισχύει ακριβώς το αντί­θετο δηλαδή από αυτό που θα περίμενε κανείς για να αναρριχηθεί στην κοινωνική ελίτ. Δεν χρειάζεται να είσαι έξυπνος, δημιουργικός, αξιοπρεπής ή ταλαντούχος. Αρκεί να είναι τέτοια τα θύματά σου. Οι άλλοι θα είναι τα πάντα κι εσύ θα είσαι αυτός που τους παίρνει τα πάντα. Και τα μεταφράζει σε μηδενικά.

Βέβαια επειδή όλο το παιχνίδι έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, ότι όποιος πιστεύει  σε κάτι χάνει τελικά αυτό που πιστεύει, κανείς, ούτε ο καλύτερος παίκτης τελικά δεν περνάει το τελευταίο επίπεδο. Εκείνο όπου ο παίκτης πρέπει να ξεπεράσει τον πειρασμό να πιστέψει ότι η δική του ζωή είχε κάποιο νόημα. Επειδή έπαιξε καλά το παι­χνίδι. Κανείς παίκτης δεν το δέχεται αυτό. Όλοι θέλουν, αυτή η τεράστια σειρά μηδενικά, να υποδηλώνει κάτι, κά­ποιο νόημα. Όμως το νόημα του παιχνιδιού είναι ότι δεν υπάρχει νόημα.

Γιατί εκεί είναι πλέον το τέλος του παιχνιδιού. Τα μη­δενικά αυτά πρόκειται για χρήματα που δεν θα ξοδέψεις όσο ζεις και δεν θα τα ξοδέψει και κανένας άλλος αφού πεθάνεις. Αν μπορούσες να το κάνεις  και ξοδεύοντας τα ακόμα και όλα, να αγοράσεις ξανά μία καινούργια ζωή, όπου θα ζούσες όλα όσα δεν πίστευες έως τότε, σαν καλός παίκτης που ήσουν, τότε ναι, θα ήσουν και στην πραγμα­τικότητα ο πιο έξυπνος.

Βέβαια υπάρχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα  γι’ αυ­τούς που παίζουν το παιχνίδι έναντι των άλλων. Όταν ανα­ρωτιούνται τι έκαναν στη ζωή τους μπορούν να το δουν στα μηδενικά του τραπεζιτικού τους λογαριασμού. Κι αυτό με­ρικοί άνθρωποι το έχουν ανάγκη. Να βλέπουν κάποιο σκορ για τη ζωή τους.

Γιατί για όλους τους άλλους η ζωή τους βρίσκεται στις εμπειρίες, στις αναμνήσεις τους και κυρίως σε όλα αυτά που έδωσαν ή χάρισαν στον κόσμο. Που είναι και τα μόνα που μένουν.

Σχολιάστε