Το δίλημμα του πολιτισμού

evolution-reih

Βύθισε τα δόντια του στην σάρκα του ζώου. Το αίμα κύλησε από το πλάι των χειλιών του άγριου πάνω στα πλούσια γένια του. Άχνιζε αναβλύζοντας από το φρεσκο­σκοτωμένο ελάφι.  Ο πρωτόγονος, καθώς έκοβε κομμάτια σάρκας έτρωγε και χώμα ανάμεικτο με το αίμα του θηρά­ματος όπως αυτό κυλιόταν στη γη. Ήταν ξυπόλητος και γυμνός με μία αραιή γούνα να φυτρώνει τόπους τόπους σκεπάζοντας τη γύμνια του. Το θέαμα που παρουσίαζε ήταν αξιοθρήνητο, ένας τριχωτός γυμνοσάλιαγκας κα­μπουριασμένος και νευρικός με μάτια που πρόδιδαν έντονο φόβο και έξαψη. Κοίταξε πέρα προς το σκοτεινό δάσος και επιτάχυνε τις κινήσεις του τρώγοντας όσο μπο­ρούσε πιο γρήγορα. Σε λίγο θα έρχονταν οι άλλοι. Ακόμη χειρότερα η μυρωδιά μπορεί να οδηγούσε εκεί κάποιο αι­λουροειδές ή άλλο σαρκοβόρο, που θα κατασπάραζε και τον ίδιο μαζί με το θήραμά του. Αφουγκράστηκε προσε­κτικά. Έρχονταν, ναι. Άρχισε να τραβάει με λύσσα το πίσω πόδι από το ελάφι. Μάταια. Έκοψε μερικές μεγάλες μπουκιές, πετάχτηκε βιαστικά απάνω και ετοιμάστηκε να υπερασπιστεί τη λεία του. Η να τραπεί σε φυγή.

Βύθισε τα δόντια του στη σάρκα του ζώου. Τους τραπε­ζίτες του για την  ακρίβεια, προς τους οποίους είχε περά­σει τη μπουκιά με το ασημένιο πιρούνι, προσεκτικά, κλεί­νοντας την αμέσως στο στόμα του. Το έκανε χωρίς προ­σπάθεια αφού προηγουμένως είχε κόψει το φιλέτο σε ένα περιποιημένο μικρό κομμάτι, πάνω στο πορσελάνινο πιάτο. Τα χέρια του, μαυρισμένα από τον ήλιο, κατέληγαν σε δάκτυλά με πεντακάθαρα περιποιημένα και καλοκο­μένα νύχια. Φορούσε ένα πουκάμισο από λεπτό και απαλό ανοιχτόχρωμο ύφασμα. Το παντελόνι του μπεζ με πιέτες, και στο τέλος παπούτσια ρηχά, άνετα και  σχεδόν και­νούργια συμπλήρωναν το ντύσιμό του. Αγνάντευε πέρα από τη βεράντα της έπαυλης του, όπου δειπνούσε αυτή τη στιγμή, το δάσος που απλωνόταν μπροστά του ήσυχο και φιλικό. Το φιλέτο είχε υπέροχη γεύση. Έβαλε λίγο ακριβό κόκκινο κρασί και τσίμπησε ένα κομμάτι αβοκάντο από την πλούσια πράσινη σαλάτα. Στο σαλόνι η μνηστή του είχε δειπνήσει νωρίτερα. Η κλασσική  μουσική που έφτανε απαλά μέχρι τη βεράντα έδενε υπέροχα με τους ήχους του δάσους. Πίσω του η υπηρέτρια περίμενε πρόθυμη και ενί­οτε θερμή μαζί του. Πληρωνόταν αρκετά καλά για να το κάνει. Η ζωή ήταν υπέροχη.

Σε λίγες μέρες θα γίνω πατέρας. Η γυναίκα μου έκανε υπερηχογράφημα και ξέρουμε ότι θα είναι αγόρι. Αναμέ­νοντας τον απόγονό μου σκέφτομαι όλο περίεργα πρά­ματα. Βλέπω τον εαυτό μου για πρώτη φορά σαν έναν κρίκο στην ανθρώπινη ιστορία, αφού είναι προφανές ότι ο απόγονός μου αποτελεί τον επόμενο από εμένα. Όταν εγώ θα είμαι στον τάφο αυτός, αισίως, θα περπατάει ακόμη πάνω σ’ αυτό το πλανήτη, διαιωνίζοντας κάποια από αυτά που έκανα ή είπα. Προσθέτοντας φυσικά τα δικά του.

Πηγαίνω πίσω εκατομμύρια κρίκους και βλέπω τον προϊστορικό άνθρωπο να βυθίζει τα δόντια του στο αχνιστό κρέας. Τι έκανε εκείνος ύστερα ώστε σήμερα κάποιοι να τα βυθίζουν πάλι αλλά με τόσο απολαυστικό και ηδονικό τρόπο; Και συνειδητοποιώ τον πολιτισμό.

Ομολογώ ότι είναι κάπως ζωώδη τα ανώτερα συμπερά­σματα της εξέλιξης του είδους μου, το να τα βγάζει δηλαδή κανείς από αυτό το γεγονός, όμως πραγματικά εκεί επικε­ντρώνω τη διαφορά. Γιατί εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος και έτσι ξεκινάω απλά τους συλλογισμούς μου, πάντα με επίκεντρο τον αγαπημένο μου κανακάρη που όπου να ‘ναι έρχεται. Για να γίνει, μέσα από όλα όσα θα κάνω, και στη συνέχει θα κάνει εκείνος, ένας ακόμη κρίκος σ’ αυτή τη θαυμάσια εξέλιξη. Πώς θα μπορούσε να είναι θαυμάσια και για τον γιο μου;

Ξεθάβω το βιβλίο των αναμνήσεων. Εμπειρίες, διδάγ­ματα από τους προηγούμενους δάσκαλους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες μου ξανάρχονται ένα ένα. Θυμάμαι όλα όσα διάβασα ποτέ, και όλα όσα έμαθα σχετικά με αυτό που πρόκειται οσονούπω να ασχοληθώ. Την διαιώνιση του είδους μου που εκ των πραγμάτων θα αποτελέσει, την διαιώνιση του πολιτισμού.

Ξάφνου διαπιστώνω ότι είναι η πρώτη φορά που θα ασχοληθώ με τον πολιτισμό. Μέχρι τότε δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ένα κρίκο στο νήμα του κόσμου. Μάλλον το κέντρο του κόσμου με έβλεπα. Μετά από εμένα όλα τα άλλα τσιμέντο να γίνουν, το ίδιο δηλαδή που σκέφτονταν κι οι άλλοι για μένα. Βέβαια φρόντιζα να είμαι πολιτισμέ­νος όσο και οι συμπολίτες μου, απλά πράγματα που τα είχα μάθει από παιδί. Παραδείγματος χάριν, δεν ουρούσα στο δρόμο, δεν σκότωνα άλλους για να τραφώ ή για να τους αρπάξω την τροφή, δεν έκανα φασαρία την ώρα κοι­νής ησυχίας. Δεν έκανα όσα, αν τα έκαναν όλοι, θα ήμα­σταν ένα χάος. Συμμορφωνόμενος λοιπόν κι εγώ στις γενι­κές νόρμες απολάμβανα μία, ας το πούμε έτσι, πολιτι­σμένη ζωή σε μία πολιτισμένη πόλη… κι όχι στη φυλακή.

Όμως έπαυλη δεν έχω διαπιστώνω τώρα. Τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ, δουλεύω δύο δουλειές και συνήθως βυθίζω τα δόντια μου στο χάμπουργκερ του πρώτου φάστ φούντ. Το δάσος με τα αηδόνια σπανίως τα αφουγκράζο­μαι, αν έχω την τύχη να έχω μαζέψει αρκετά χρήματα για μία εκδρομή, τώρα που αγόρασα το διαμέρισμα. Το βρα­δινό μου δείπνο  συνήθως το συνοδεύει η εκκωφαντική ράπ που αναδύεται σαν τέρας από το φωταγωγό, αφού έχει βγει πρώτα από τις σκοτεινές σπηλιές των υπογείων διαμε­ρισμάτων.

Εγώ και η γυναίκα μου ευτυχώς μένουμε στον τρίτο. Έχουμε προκόψει αρκετά, όταν ξεκινήσαμε μέναμε κι εμείς στις υπόγειες σπηλιές, εμείς ακούγαμε ροκ βέβαια όμως το ίδιο εκκωφαντικά. Εκείνη ήταν μία απλή υπάλ­ληλος από πατέρα υπάλληλο, κι εγώ επίσης υπάλληλος από πατέρα υπάλληλο. Τώρα εκπολιτιστήκαμε λιγάκι.

Προκόψαμε ναι, αναλογίζομαι τώρα, περιμένοντας τη γυναίκα μου να βγει από το ιατρείο του μαιευτήρα. Όμως δεν είμαστε τελικά και τόσο πολιτισμένοι. Ρίχνω μία ματιά γύρω μου στο διάδρομο του δημόσιου νοσοκομείου όπου βρισκόμαστε τώρα. Ράντζα, ετοιμοθάνατοι αβοήθητοι βο­γκούν, κάποια γριά μουρμουράει λόγια ακατάληπτα, φαί­νεται πεθαίνει. Another one bites the dust. Κάποιος πα­ρακάτω κτυπημένος στο κεφάλι ξερνάει στο πάτωμα. Τι να γίνει, ζωή σε λόγου μας που λένε.

Πάλι καλά, εμείς έχουμε έρθει εδώ μόνο για μία τυ­πική μαιευτική εξέταση. Όμως και στο σπίτι μας δεν εί­μαστε και τόσο πολιτισμένοι. Μένουμε στο κέντρο όπως και άλλα 2 εκ. Αθηναίοι. Αναπνέουμε με δυσκολία και κυκλοφορούμε με ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία. Αναρω­τιέμαι πολλές φορές, μία γάτα στην εξοχή σπαταλάει πε­ρισσότερη ή λιγότερη ώρα για να πιάσει ένα ποντίκι, απ’ όση ξοδεύουμε εγώ και η γυναίκα μου για να πάμε στις δουλειές μας κάθε πρωί; Φυσικά καταφέραμε να πάρουμε έπιπλα και αυτοκίνητο, έστω ένα μεταχειρισμένο. Και ένα σπίτι με 1000 δόσεις.

Από φαγητό πάντως, δεν μας λείπει τίποτα, όμως πνευ­ματικά υποφέρουμε. Βλέπουμε τηλεόραση ίσαμε 4-5 ώρες ημερησίως. Κι αν δεν την βλέπουμε, την έχουμε ανοιχτή να παίζει, είναι προτιμότερο από να γκρινιάζουμε ο ένας στον άλλον. Όποτε ανοίγουμε το παράθυρο για να αλλά­ξουμε παραστάσεις θέλουμε να το ξανακλείσουμε. Απένα­ντι είναι άλλοι που έχουν τα παντζούρια κλειστά, που δεν θέλουν να μας ξέρουν, και που, όποτε κατά τύχη μας βλέπουν ή τους βλέπουμε, κάνουμε όλοι λες και παρατη­ρούμε ποντίκια στη φωλιά τους.

Αποφασίζω ότι ο κανακάρης μου θα ήταν εξαιρετικά απλό να μάθει πώς να μην κάνει φασαρία, να μη σκοτώνει κόσμο και να μην ουρεί δημοσίως. Όμως με πίκρα παρα­τηρώ πως δεν αρκούν αυτά τα τυπικά για να είναι κανείς πολιτισμένος. Σκέφτομαι την έπαυλη και αναρωτιέμαι: Τι θα έφερνε τον γιόκα μου εκεί; Γιατί τότε ναι, ο δικός μου επόμενος κρίκος, θα είχε κάνει ένα βήμα εξέλιξης. Θα ήταν ένας πολιτισμένος άνθρωπος.

Ανοίγω πάλι το βιβλίο των αναμνήσεων και των πρέπει. Καλοί τρόποι, σχολείο, πανεπιστήμιο, masters, doctora. Η γνωστή διαδρομή. Όμως τι αξίζουν αυτά χωρίς διασυν­δέσεις γνωριμίες, κοινωνικό κύκλο; Μία θέση σε δημόσιο πανεπιστήμιο με 1000 Ευρώ το μήνα μέχρι να πεθάνει ο προϊστάμενος καθηγητής. Κι αυτοί έτσι καλά που ζουν αργούν πολύ να πεθάνουν. Οπότε μάλλον σε τροχόσπιτο θα μείνει ο γιος μου παρά σε έπαυλη κι ας είναι και doctor.

Γνωριμίες λοιπόν. Αυτό αμέσως αμέσως αποκλείει τα δημόσια σχολεία, αλίμονο. Όλη η παραπάνω «διαδρομή προς τη δόξα» γίνεται ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή ο δι­κός μου Γολγοθάς. Βλέπω μπροστά μου στερήσεις, δυ­στυχία, ούτε μία στιγμή ανάπαυλας και διασκέδασης για μένα και την γυναίκα μου που τόσο αγαπώ. Αλλιώς πώς θα τα πληρώσουμε όλα αυτά;

Όμως δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς εμείς είμαστε χαμέ­νοι, δεν θα εκπολιτιστούμε ποτέ. Το παιδί τουλάχιστον θα έχει πιθανότητες έτσι; Τον βλέπω απόφοιτο του Χάρβαρντ ύστερα από 2 εμφράγματα δικά μου και μία νευρική κα­τάρρευση της μανούλας του. Τι καμάρι! Έρχονται και τον αρπάζουν από μία πολυεθνική και του τάζουν τον ουρανό με τ’ άστρα. Ύστερα του λένε που θα μείνει, ποια θα πα­ντρευτεί, που θα συχνάζει, πώς θα κοιτάει, πώς θα μιλάει, σε ποιους θα μιλάει. Του τάζουν και μία έπαυλη. Ο γιος μου τα κάνει όλα. Η γυναίκα του τον αγαπάει για όσα της προσφέρει. Το σύστημα δεν φαίνεται να έχει ψεγάδι. Φυ­σικά για να συνεχίσει να την έχει, θα πρέπει να συνεχίσει να της προσφέρει, αλλά αυτό δεν χρειάζεται να του το πει κανείς, γι’ αυτό του την διάλεξαν. Για να έχει κίνητρο ώστε να συνεχίσει να βγάζει. Έτσι συνεχίζει να δουλεύει όπως του λένε, να κοιτάει όπως του λένε και να μιλάει σε όποιους του λένε.

Αναλύω τις πιθανότητες. Η έπαυλη προκύπτει, γυναίκα προκύπτει, ισχυρές γνωριμίες προκύπτουν, όλα καλά. Όμως τότε βλέπω πώς ο κανακάρης μας θα είναι απλά ο σκλάβος στην έπαυλη. Η γυναίκα δεν θα είναι δική του, η έπαυλη δεν θα είναι δική του, οι αποφάσεις δεν θα είναι δικές του, ούτε καν ο χρόνος του δεν θα είναι δικός του. Με φρίκη διαπιστώνω πώς μία γάτα στο Πεδίο του Άρεως στο εντελώς απολίτιστο κέντρο της πόλης, θα έχει περισσό­τερη άποψη για τον χρόνο της από τον αγαπημένο μου κανακάρη. Τόσο πολιτισμένος θα είναι ο… εξελιγμένος κρίκος μου!

Όχι, δεν πάει έτσι. Αρχίζω να σκέφτομαι εναλλακτικά. Παίρνει λοιπόν το δίπλωμα και κάνει μία φοβερή εφεύ­ρεση γιατί, ε, όσο να’ ναι δικό μου παιδί δεν μπορεί παρά να βγει σαΐνι. Η εφεύρεση του όμως καταργεί την καύση βενζίνης. Ύστερα από δύο μήνες τον βρίσκουν σε ένα χα­ντάκι πολτοποιημένο. Μπορεί και να μην είναι αυτός το πτώμα, ποιος ξέρει σε τέτοιο χάλι, ο γιόκας μου πάντως εξαφανίζεται από προσώπου γης και ακολουθεί το τρίτο και οριστικό έμφραγμά μου.

Ο Αϊνστάιν είχε πει ότι ο τέταρτος παγκόσμιος πόλεμος θα διεξαχθεί με ξύλα και πέτρες. Εκείνος ήξερε πόσο πολύ μπορούσε να σε ανταμείψει η επιστήμη, με την ιδιό­τυπη χρήση της από την σημερινή κοινωνική κουλτούρα.  Καταλήγω πώς οι σπουδές σαν τρόπος δράσης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο καταλήγουν μάλλον άδοξα. Η σκλάβος γίνεσαι ή πτώμα. Η επιστήμη είναι ένα προϊόν όπως όλα τα άλλα, κι αν αυτός που θα στο πληρώσει μπορεί πάντα να στο κλέψει, δεν αξίζει να το παράγεις.

Πέφτω στη βαθιά σκέψη. Αν όμως μπορούσε να αντι­σταθεί στο νταηλίκι; Αλλαγή πορείας. Βλέπω τον γιο μου να μαθαίνει καράτε από 3 χρονών. Για να τον προετοι­μάσω ψυχολογικά τον γαλουχώ από μικρό πως οι «αρχό­ντοι είναι εμπόροι του πολέμου» όπως λέει κι ο Κόκοτας στο τραγούδι «Γιε μου». Πώς αλλιώς θα είναι ετοιμοπόλε­μος στα 25; Κι ότι ο κόσμος είναι γεμάτος κακούς άχρη­στους και μοχθηρούς ανθρώπους που, αν δεν τους δείρει πρώτος, θα τον δείρουν εκείνοι.

Στα 12 δέρνει πια τους πάντες εκτός από μένα που με σέβεται. Εμένα με δέρνει τελικά στα 15 όπου πιάνει την πρώτη του δουλειά σε μπαρ και με βρίσκει αντίθετο. Δεν δείχνει να νοιάζεται και πολύ για την άποψή μου. Με λέει αποτυχημένο, σκλάβο, αφελή και τέλος πάντων να μην μιλάω γιατί δεν ξέρω. Δεν έχει κι άδικο.

Με βλέπω να τον παρατηρώ άφωνος να τραβάει μόνος του  τον εναλλακτικό δρόμο. Αυτόν που δεν διάλεξα εγώ. Φτιάχνει κάτι παρέες με παιδιά που είναι «μέσα στα πρά­ματα». Στα 20 είναι ήδη μπράβος σε μαγαζιά. Για να βγάζει και κανα χαρτζιλίκι έξτρα έχει και μια δυο γυναί­κες που εξυπηρετούν πλούσιους ηλικιωμένους υπό την προστασία του. Όταν η μητέρα του τον λέει ανήθικο της λέει πώς η αγάπη δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Εκείνη του λέει ότι αγαπάει εμένα, όμως ο γιόκας μου της αντιγυρίζει πως δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς αφού θάφτηκε μαζί μου. Η γυναίκα μου κλαίει κι εγώ δεν έχω τι να πω, αφού όπως και να’ χει νοιώθουμε κι οι δυο θαμμένοι σ’ αυτή τη τερατώδη πόλη.

Στο μεταξύ ο γιόκας μου έχει φροντίσει να μάθει από όπλα, γιατί όπως μου λέει πολλές φορές τα χέρια δεν αρ­κούν. Πράγματι σε κάποια φάση ένα αφεντικό της γειτο­νιάς τα βάζει με τις γυναίκες του κι εκείνος καθαρίζει δύο μπράβους του αφεντικού. Το αφεντικό έξυπνος του προ­τείνει να δουλέψει για κείνον, όμως ο γιος μου θέλει να είναι ελεύθερος. Τότε σκουραίνουν τα πράγματα και ανα­γκάζεται να φύγει από τη χώρα. Χρόνια ολόκληρα ύστερα μαθαίνουμε πώς είναι στην Αυστραλία και έχει γίνει μεγα­λοκτηματίας. Πάλι καλά. Πώς τα κατάφερε; Παντρεύτηκε μία πλούσια στην οποία προηγουμένως παρείχε προστα­σία σαν bodyguard. Την αγαπάει; Όχι αυτήν αλλά τα χρήματά της. Κι εκείνη, ρωτάει η γυναίκα μου; Εκείνη κι αν αγαπάει μόνο τα λεφτά της μαμά, της λέει ο γιος μου.

Η γυναίκα μου βγαίνει από το γραφείο του γιατρού.

–    Τι έγινε αγάπη μου, σταχτής μου φαίνεσαι, αισθάνε­σαι καλά;

–   Ναι, μια χαρά… τι λέει ο γιατρός;

–   Όλα καλά μην ανησυχείς. Φαίνεσαι ταραγμένος συ­νέβη τίποτα;

–   Όχι να σκεφτόμουν,  τι θα έλεγες να πάμε να ζήσουμε σε μία βραχονησίδα;

–   Καλά το είπα ότι δεν είσαι καλά. Πώς σου κατέβηκε αυτό τώρα;

–   Νά, αφού έτσι κι αλλιώς ζώα είμαστε και ζώα θα καταλή­ξουμε, τουλάχιστον ας το απλοποιήσουμε το πράμα.

–   Άρη μου…. τι σκεφτόσουνα όσην ώρα ήμουν μέσα γλυκέ μου; Τον τελευταίο καιρό περιμένοντας το παιδί έχεις πετάξει κυριολεκτικά.

–   Να, δεν καταλαβαίνω ποιος λόγος υπάρχει. δεν βγαίνει πουθενά με τα παιδιά. Η θα είμαστε δυστυχισμένοι για τα χάλια τους ή ευτυχισμένοι γι’ αυτούς και δυστυχισμένοι για τα δικά μας χάλια βλέποντάς τα.

Η γυναίκα μου με κοιτάζει με πολύ σοβαρό ύφος.

–   Αντρούλη μου, ξέρεις πόσες κατσαρίδες πεθαίνουν από όσες γεννάει μία κατσαρίδα μαμά;

–   Πόσες;

–   Πάνω από 500

–   Δεν είναι τόσες!

–   Πάντως είναι πολλές.

–   Και λοιπόν;

–   Λοιπόν εκείνες ελπίζουν στα κατσαριδάκια που επιβιώ­νουν.

–   Α!

–   Κατάλαβες τώρα;

–   Κατάλαβα…

Βγαίνοντας από το νοσοκομείο σκεφτόμουν πόσο πιο πολιτισμένοι είμαστε από τις κατσαρίδες. Όμως θα μου περάσουν αυτά το ξέρω. Μόλις γεννηθεί το παιδί θα έχω τόσα πολλά να κάνω που ευτυχώς δεν θα έχω καιρό να σκέφτομαι.

Εγώ και ο κλώνος μου

man-scull-l-olivierΕίμαι 530 ετών και νοιώθω λιγάκι κουρασμένος. Πρέ­πει να πάω κάτω στο ψυγείο να ελέγξω την κατάσταση. Κάθε φορά που το κάνω νοιώθω σαν να βρίσκομαι εγώ εκεί, μέσα σ’ αυτό το απαίσιο ψυγείο. Και κατά κάποιο τρόπο είμαι, άλλωστε εί­μαστε ίδιοι. Όχι τόσο ίδιοι βέβαια αυτός είναι χωρίς κεφάλι. Πάλι καλά! Εγώ έχω εκείνος δεν έχει. Κατά τα άλλα θα μπο­ρούσε να πηδήξει και τη γυ­ναίκα μου ακόμη χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Τόσο πολύ μοιάζουμε, αφού είναι ο κλώνος μου, ο ακέφαλος ευτυχώς κλώνος μου.

Πηγαίνω κάτω στο ειδικό θάλαμο. Εκείνο στέκεται εκεί πά­ντα ακίνητο και πάντα φρικαλέο. Όποτε θέλω να υποτι­μήσω τον κλώνο μου τον λέω «εκείνο» προσπαθώντας να αποστα­σιοποιηθώ από το γεγονός πώς «εκείνο» στην ουσία είμαι εγώ χωρίς κεφάλι. Δίπλα βρίσκεται ο θάλαμος με τον τελευταίο κλώνο της γυναίκας μου ακέφαλος κι αυτός επίσης.

Κοίταξε λοιπόν νοσηρή έμπνευση μ’ αυτούς τους απο­κεφα­λισμούς των κλώνων. Όμως μάλλον δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Τους περισσότερους τους χτύπησε το σύν­δρομο του κλώνου πριν περάσουν 200-300 χρόνια. Ενώ μέχρι τότε τους είχαμε μόνο για βιολογικά ανταλλακτικά, ξαφνικά όλοι ήθελαν να μοιάσουν στους κλώνους τους. Τους ζήλευαν, ή ήθελαν να το κάνουν με τους κλώνους των γυναικών τους ή των άλλων.

Εγώ θυμάμαι πως τα έβρισκα γελοία όλα αυτά. Πάντα ήμουν είρων με τον κλώνο μου, είναι η αλήθεια, από την αρχή αυτής της ιστορίας πριν από κοντά μισή χιλιετηρίδα. Τον έβλεπα όπως τα αρνιά στο τσιγκέλι. Τι απομυθοποιη­μένο, άβουλο, καταδικασμένο πλάσμα!

Για την πλειοψηφία όμως δεν ήταν έτσι μιας και οι κλώνοι ήταν μεν ομοιώματα μας, όμως με αστραφτερό νε­ανικό δέρμα. Το δέρμα ήταν η αδυναμία του συστήματος μας. Γιατί η επι­στήμη δεν ήταν και τόσο τίμια τελικά με μας, αν κρίνει κανείς πώς μας τα είχαν πει. Πως θα δια­τηρούμασταν για πάντα νέοι, χάριν στις σταδιακές επι­σκευές με φρέσκα ανταλλακτικά από τους κλώνους μας. Πώς θα ζούσαμε αιώνια.

Όμως παρά την πρόοδο της τεχνολογίας των μεταμο­σχεύ­σεων το δέρμα ποτέ δεν μπόρεσε να μεταμοσχευτεί εξολοκλή­ρου. Μερικοί κάναν σταδιακές επεμβάσεις και ύστερα αυτο­κτόνησαν. Η θέα ενός δέρματος γεμάτου μπα­λώματα, υπενθύ­μιζε εκτός της άσχημης όψης και τα εσω­τερικά όργανα που όλοι αλλάζαμε κάθε τόσο με αποτέλε­σμα το άτομο να χάνει την συνείδηση της ταυτότητάς του και να ταυτίζεται ολοένα με τους κλώνους του. Όσοι αυτο­κτονούσαν κατάληγαν λίγο πριν την αυτοκτονία να νοιώ­θουν σαν μία τεράστια σακούλα από ανταλλακτικά. Έτσι σπάνια αποφάσιζε κανείς να κάνει μετα­μοσχεύσεις δέρμα­τος. Σαν αποτέλεσμα, το δέρμα μας ύστερα από τα πρώτα 150 χρόνια είναι αιώνια αχνό, με μία απόχρωση κιτρινο­γκρί.

Έτσι άρχισαν όλα. Ήταν μία απρόβλεπτη τροπή σε όλη αυτή την ιστορία της αθανασίας, ο φθόνος προς τους κλώ­νους. Καλά τα συκώτια, οι σπλήνες, τα άντερα, όμως πολ­λοί επιθυ­μούσαν ξάφνου ένα καινούργιο κεφάλι.

Πώς μπορείς να επιθυμήσεις καινούργιο κεφάλι ή πιο συ­γκεκριμένα το κεφάλι ενός άλλου; Ύστερα ποιος θα εί­σαι; Ει­δικά όταν πρόκειται για το κεφάλι του κλώνου σου που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κρέμεται στο ψυγείο τότε γίνεται ακόμη πιο περίεργο. Θα έχεις ένα κεφάλι παρθένο, χωρίς εγ­γραφές, χωρίς γνώση. Ένα τίποτα που απλά θα κουβαλούσε την μορφή μας.

Η απόφαση από τον Κεντρικό Έλεγχο ήταν αδιαπραγμά­τευτη. Μπορούσαμε να αλλάξουμε όλα μας τα ανταλλακτικά, όμως το κεφάλι, ο εγκέφαλος μας δηλαδή και όλες του οι μνή­μες θα παρέμεναν των αρχικών κατό­χων τους. Τι θα έκαναν μέσα σε ενήλικα κορμιά εγκέφα­λοι χωρίς καμία εγγραφή; Χω­ρίς την γνώση του νόμου και της τάξης;

Κάθομαι στο υπόγειο και κοιτάζω τον κλώνο μου. Έχω στήσει μία κουνιστή πολυθρόνα μπροστά από το ψυγείο του γιατί εδώ και κάμποσο καιρό το κάνω συχνά. Κάθομαι εκεί και τον κοιτάζω. Με βοηθάει να σκέφτομαι, να διαλο­γίζομαι για όσα μου συμβαίνουν τώρα, και όσα συνταρα­κτικά πρόκειται να μου συμβούν οσονούπω. Κουνιέμαι πέρα δώθε στην πολυ­θρόνα μου και παρατηρώ το τεράστιο ακέφαλο ζωντανό πτώμα στο οποίο οφείλω τη ζωή μου, εδώ και τόσα χρόνια.

Ζωή. Τετρακόσια χρόνια έχουν περάσει από την αρχή του ονείρου. από τότε που η ζωή έγινε κάτι τελείως αλλιώ­τικο από ότι ξέραμε. Στην αρχή, για μία περίοδο 30-40 χρόνων όλα γί­νονταν μυστικά. Έπρεπε να αλλάζουμε ταυ­τότητες κάθε τόσο, δουλειές, φίλους, πόλεις. Σαν περιπλα­νώμενοι στο διάστημα μπαινοβγαίναμε στη ζωή κάθε 30-40 χρόνια. Την ζωή που ήξεραν οι άλλοι δηλαδή. Αυτή όπου κάποιοι, μεγάλωναν γερ­νούσαν και πέθαιναν. Έτσι κι εμείς κάθε τόσο έπρεπε να πε­θαίνουμε. Αν ζούσαμε διαρκώς θα δημιουργούνταν υποψίες.

Ήταν κουραστικό όμως είχε σασπένς. Τουλάχιστον τότε, δεν βαριόμασταν. Λίγο που ήταν καινούργιο το σύστημα, λίγο η μυστικότητα γύρω από το θέμα ποτέ δεν ήξερες αν θα επα­νέλθεις όντως ξανά. Εκείνη η μακάβρια διαδικασία με τα φέ­ρετρα ήταν το πιο καταπληκτικό. Κάθε φορά που υποτίθεται τα τινάζαμε μας χώνανε μέσα στις κάσες με κάτι ενέσεις που μείωναν τον καρδιακό μας παλμό. Ύστερα από δύο μέρες, αφού μας έβγαζαν βλέπαμε στο βίντεο την τελετή της ταφής μας.

Τι συγκίνηση! Πόσοι έκλαιγαν πόσοι χαίρονταν σε όλες αυτές τις κηδείες. Πάντα για κάποιους άλλους, αφού εμείς κάθε φορά ήμασταν κάποιοι άλλοι. Ωστόσο ήταν συναρπα­στικό όλο αυτό το καθαρόαιμο reality show με πρωταγωνιστές εμάς.

Κάποιες φορές πάντως είχα στενοχωρηθεί πολύ με το θά­νατό μου. Μερικές γυναίκες που με αγαπούσαν και κάποιοι φίλοι που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι είχα εκδηλώ­θηκαν ξε­σπώντας σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Θυ­μάμαι πόσο ήθελα να πάω να τους βρω τότε. Να τους μπάσω κι αυτούς στη μυστική συμφωνία στην οποία ανήκα, και να τους έχω μαζί μου τώρα, φίλους για πάντα!

Όμως δεν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Έπρεπε να τη­ρη­θούν τα προσχήματα. Στην αρχή ήταν φοβερό να ξέ­ρουμε πως εμείς θα ζούσαμε κι οι άλλοι θα πέθαιναν, χω­ρίς να το λέμε πουθενά. Όμως το ότι θα πεθαίναμε κι εμείς σαν τους άλλους έτσι και μιλούσαμε, μας έκοβε κάθε διάθεση να μοιραστούμε τις όποιες ανησυχίες μας. Με τον καιρό τις συνηθίσαμε κι αυ­τές, όπως συνηθίσαμε τα πάντα. Μόνο η ελπίδα έμεινε πως κάποια στιγμή το σύ­στημα θα εφαρμοζόταν και για αυτούς που αφήναμε κάθε τόσο πίσω μας.

Αυτό όμως τελικά δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μας το έλεγαν μόνο για να μας καθησυχάσουν. Ήταν η ασφαλι­στική ψυχολο­γική δικλείδα για να μην σπάσουμε και αποκαλύψουμε οτιδή­ποτε, κάτω από την συναισθηματική πίεση που υποκείμεθα, κάθε φορά που πεθαίναμε και ξα­ναγεννιόμασταν κάπου αλ­λού.

Η μετάβαση στην Επόμενη Τάξη απαιτούσε κάποια τε­χνο­λογική υποδομή. Οι περισσότερες εργασίες θα γίνο­νταν από ρομπότ. Η παραγωγή και διάθεση των τροφίμων θα ήταν σχε­δόν εξ ολοκλήρου αυτοματοποιημένη. Ακόμη και η ενέργεια θα είχε ολοκληρώσει την μετάβαση της σε πλήρως ανανεώσι­μες πηγές.

Προχωρώντας στην εφαρμογή όλων αυτών, οι ανθρώπι­νες εργασίες όπως ήταν επόμενο είχαν μειωθεί σταδιακά στο ελά­χιστο. Έτσι, όχι μόνο δουλειές δεν υπήρχαν, ούτε επρόκειτο να δημιουργηθούν ποτέ ξανά, αφού αυτό ακρι­βώς ήταν το σχέδιο. Η αυτοσυντηρούμενη ανθρωπότητα και η κατάργηση της ερ­γατικής τάξης ώστε στο μέλλον να εκλείψουν οι ταραχές με μοχλό της κοινωνικές ανισότη­τες. Η καινούργια ανθρωπότητα θα εργαζόταν μόνο ελέγ­χοντας τα ρομπότ.

Μέχρι τότε όμως οι ταραχές από όλο τον κόσμο που ολοένα έμενε χωρίς δουλειά, ήταν καθημερινές. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το να αποκαλυφθεί πως κάποιοι θα ζούσαν για πάντα, όταν  οι περισσότεροι θα πέθαιναν από την πείνα θα ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί.

Βέβαια σκέφτομαι τώρα, οι πλούσιοι, ένας τον οποίων ήμουν κι εγώ, μπορούσαμε να καταργήσουμε το οικονο­μικό σύστημα βασιζόμενοι στην τεχνολογική αυτονομία που είχε επιτευχθεί. Το οικονομικό σύστημα ήμασταν εμείς, υπήρχε για μας και δούλευε για να κάνει πλού­σιους εμάς και μόνο. Κα­ταργώντας τη διαδικασία της υπε­ραξίας και παρέχοντας άσυλο με τα λεφτά μας στους φτω­χούς, αφού πλέον θα δούλευαν τα ρομπότ για μάς, θα κα­ταργούσαμε τις ανισότητες και τις ταρα­χές επίσης.

Όμως δεν ήμασταν έτοιμοι για να κάνουμε εμείς κάτι τέ­τοιο. Δεν ξέραμε καν τι ακριβώς συνέβαινε. Για μας η αιωνιό­τητα ήταν ένα πανάκριβο αξεσουάρ που μπορού­σαμε να αγο­ράσουμε με τα χρήματά μας. Κάτι που οι άλ­λοι, οι λιγότερο πλούσιοι, απλά δεν μπορούσαν. Δεν νοιώ­θαμε ότι αποτελού­σαμε μέρος ενός γενικότερου σχεδίου. Ούτε ξέραμε τι επρό­κειτο να συμβεί με τους άλλους. Όλοι πιστεύαμε πως τα ψυ­γεία DNA όπως έλεγαν τα ψυγεία κλώνων, κάποια στιγμή, θα γίνονταν προσιτά στον καθένα.

Το είχαμε δει σαν παιχνίδι τότε και κανείς δεν πίστευε ότι θα ζήσουμε αιώνια, αλλά απλά ότι θα ζήσουμε λίγο καλύτερα και λίγο παραπάνω. Όμως δεν ήταν έτσι. Όλος ο πλανήτης είχε γίνει πεδίο εφαρμογής ενός πειράματος στο οποίο εμείς απλά αποτελούσαμε τα ιατρικά, ας το πούμε  έτσι, δεδομένα.

Είναι άραγε αυτά που με βαραίνουν τώρα; Τι θέση θα είχα πάρει αν ήξερα; Θα μπορούσα άραγε ποτέ να αρνηθώ την πρό­ταση να ζήσω και να μην πεθάνω; Δεν νομίζω πως θα είχα κά­νει τίποτα διαφορετικό, όμως θα προτιμούσα να μην είχα μά­θει ποτέ τι πραγματικά έγινε τότε. Κι αυτό όμως τελικά στάθηκε αναπόφευκτο.

Είχαν περάσει περίπου 2 αιώνες από την Επόμενη Τάξη πραγμάτων. Έως τότε δεν είχαν υπάρξει σοβαρά κοι­νωνικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα με την ιστορία του φθό­νου προς τους κλώνους όμως που είχε ήδη αρχίσει, κάποια στιγμή, δεσμεύσαμε την ενέργεια των κε­ραυνών.

Έως τότε, η φρίκη της ραγδαίας μείωσης του πληθυ­σμού που είχε συμβεί πριν 120 χρόνια, είχε μείνει στην μνήμη μας σαν μία παγκόσμια οικονομική κρίση που εξαφάνισε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα 2/3 του πληθυ­σμού του πλανήτη. Ευ­λογώντας την τύχη μας που μας είχε κάνει πλούσιους και εί­χαμε επιβιώσει, ύστερα από 20-30 χρόνια δεν ασχολήθηκε πλέον κανείς περισσότερο με το θέμα.

Συνηθίσαμε τις καινούργιες ανέσεις, την πραγματικά Επό­μενη Τάξη, όπως σιγά σιγά συνηθίσαμε και την αιω­νιότητα. Πάνω που όλα πήγαιναν καλά, με τη δέσμευση των κεραυνών άρχισαν να διαρρέουν κάτι γκρίνιες από κύκλους μέσα στο σύστημα. Επιστήμονες, γιατρούς, ιδιο­κτήτες κέντρων έρευνας και τεχνολογίας. Ειπώθηκε πως η καθαρή, αστείρευτη και αει­φόρος ενέργεια που είχαμε δε­σμεύσει ήταν 100 φορές περισ­σότερη απ’ όση θα χρειαζό­μασταν ακόμη και με όλο το πλη­θυσμό που κάποτε είχε η γη μας.

Τότε έγινε αντιληπτό πώς ότι είχε γίνει τότε δεν είχε γί­νει τυχαία όπως όλοι νομίζαμε. Δεν ήταν μία ανεξέλεγκτη τυχαία κρίση. Ήταν κάτι που είχε προγραμματιστεί μόνο εξ αιτίας της ανεπάρκειας ενέργειας.

Αυτό έφερε το πάνω κάτω στην κοινωνία μας. Ζούσαμε πλέον όλοι σε μία απόλυτα δομημένη τάξη, με μία πολύ εξε­λιγμένη αίσθηση δικαίου, πολιτισμού και αφοσίωσης στο σύ­στημα. Οι τάξεις, το χρήμα ή η ενέργεια, είχαν πά­ψει από καιρό να είναι αιτίες για οποιουδήποτε είδους βία. Δεν υπήρ­χαν η εξουσία και οι υπήκοοι της με τον τρόπο που υπήρχαν παλιά.

Σ’ αυτό το κλίμα, η αίσθηση ότι από την αρχή της εφαρμο­γής του σχεδίου που απολαμβάναμε, υπήρχαν δύο στρατόπεδα, αυτών που αποφασίζουν για τη ζωή και αυτών που υπόκεινται τις αποφάσεις, θα διέλυε τον ακρο­γωνιαίο λίθο της κοινωνίας μας. Την αθανασία. Δεν υπάρ­χει αθανασία όταν η ζωή σου εξαρτάται από κάποιον άλ­λον. Και σ’ αυτό το επιχείρημα ακριβώς στηρίχτηκε όλη η επιχειρηματολογία όταν ξέσπασε η κρίση των κεραυνών. Ότι η ζωή μας δεν εξαρτιόταν από κανέ­ναν, γιατί όλα είχαν γίνει για μας.

Αποφασίστηκε να αποκαλυφτούν όλα, στηρίζοντας στην πράξη το αξίωμα της διαφάνειας στην καινούργια κρυστάλ­λινη κοινωνική δομή. Χωρίς αυτήν τη διαφάνεια θα επέρχετο η αμφιβολία και στη συνέχεια η βία, πάλι, άσχετο αν αυτή τη φορά θα γινόταν για λόγους που δεν θα αφορούσαν συμφέρο­ντα αλλά συνειδήσεις.

Έτσι τα μάθαμε όλα θέλοντας και μη. «Είχε γίνει λάθος στην εφαρμογή» μας είπαν. «Δεν υπήρξε παράλληλη κοινω­νική και νομοθετική ρύθμιση ώστε το όλο σχέδιο να συμβαδί­ζει με την επιστημονική εξέλιξη. Όσο οι καινούρ­γιες κατακτή­σεις της τεχνολογίας και της ιατρικής δοκι­μάζονταν και εφαρ­μόζονταν ο μέσος όρος ζωής είχε φτάσει ήδη στα 90 χρόνια. Παράλληλα οι δουλειές μειώνονταν ολοένα δημιουργώντας αδιαχώρητο.

Αν όσοι ήταν 15 ή και 20 χρονών τότε ζούσαν 90-100 χρό­νια, το όλο σχέδιο θα κατέρρεε μαθηματικά από πα­ντελή έλ­λειψη πόρων κάποια στιγμή, είτε ενεργειακών είτε οικονομι­κών. Ακόμη κι αν στειρώναμε δια νόμου όλο το πληθυσμό, πάλι οι υπάρχοντες αρκούσαν για να δημιουρ­γήσουν μεγάλο πρόβλημα. Γιατί δεν γερνούσαν.

Οπότε; Πόσο θα άντεχε η μυστικότητα στην κοινωνική πί­εση και τις ταραχές; Και τι χειρότερο από το να αποκα­λυφθεί, υπό τέτοιες συνθήκες, πως κάποιοι πλούσιοι θα ζούσαν για πάντα; Πως από τους υπόλοιπους δεν επιτρε­πόταν να επιζή­σουν ούτε τα παιδιά τους;

Εξ άλλου, συνέχιζαν οι εξηγήσεις, το θέμα δεν ήταν μόνο ηθικό. Οι συντάξεις απορροφούσαν ολοένα και με­γαλύτερο μέρος της υπάρχουσας ενέργειας, υπό μορφή χρήματος. Επι­χειρώντας να ανεβάσουμε το επίπεδο της συνταξιοδότησης στα 75 χρόνια, πάλι δεν ήταν λύση αφού δουλειές δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς και όλοι αυτοί οι γέ­ροι δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψουν έως τότε αφού για τις ελάχιστες πλέον υπάρ­χουσες δουλειές φυσικά οι εργοδότες θα προτιμούσαν άνερ­γους νέους παρά άνεργους γέρους.

Αν τέλος καταργούσαμε το επίδομα ανεργίας για εκα­τομ­μύρια ανέργους, εκεί θα ήταν το οριστικό τέλος. Θα έκανε όλο αυτό το πλήθος σε μία στιγμή έναν τεράστιο και  αχαλίνωτο επαναστατικό στρατό που θα κατέστρεφε τα πάντα χωρίς λόγο. Ενώ εμείς ακόμα και αν έγινε ότι έγινε, τουλάχιστον εί­χαμε έναν σκοπό.»

«Την λύση», όπως μας είπαν, «την έδωσε η πραγματικό­τητα. Η μάζα, ήταν έτσι κι αλλιώς χωρίς δουλειές, χωρίς χρή­ματα, και χωρίς ελπίδα. Ζούσε μία κόλαση που τους οδηγούσε γρήγορα σε φυσικό θάνατο. Δεν τους δολοφονή­σαμε, μας εί­παν. Απλά επιταχύναμε μια διαδικασία που υπήρχε ήδη, πριν η αναρχία διαλύσει τα πάντα.

Τα ναρκωτικά και το εμπόριό διευκολύνθηκαν σταματώ­ντας κάθε δίωξή τους. Οι ανώτεροι της νομικής αλυσίδας, βρί­σκονταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες της Επόμενης Τάξης και η συμμετοχή όπως και η εχεμύθεια τους ήταν δεδομένη. Τα υπόλοιπα θα τα ανελάμβανε η προτεραία ανθρώπινη φύση», είχαν καταλήξει θέλοντας να μας χαλαρώσουν προφανώς με την ιδέα πως η σημερινή μας φύση όσο και της διοίκησης μας δεν είχε καμία σχέση με την παλιά. Ότι είχαμε πλέον αναβαθ­μιστεί σαν είδος και όχι μόνο σαν σάρκες.

«Προωθώντας σε ανώτατο επίπεδο, την ανοχή σε κάθε εί­δους διαφθορά σύντομα οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν και ένα μικρό προσωπικό δίκτυο διανομής ναρκωτι­κών. Το σχέδιο δούλευε τέλεια. Οι παράνομοι που τους εξυπηρετούσαν ποτέ δεν τους κατέδιδαν αφού οι αστυνο­μικοί διευκολύνονταν στην παρανομία τους. Η ανώτεροι, όντας ενταγμένοι στο σχέ­διο δεν διενεργούσαν καμία έρευνα εις βάθος. Αν κατά τύχη γινόταν καμία έρευνα από κάποιον πολύ επίμονο και φιλότιμο ντετέκτιβ, τότε οι ανώ­τεροι ενταγμένοι στο σχέδιο, στους οποίους κάποια στιγμή έφταναν οι υποθέσεις, την οδηγούσαν στη λήθη ή στο χάος, χρονοτριβώντας ή εξαλείφοντας τα απο­δεικτικά στοιχεία. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που κάποιοι επέμε­ναν πέραν αυτών, βρισκόταν δολοφονημένοι, από τους κακοποιούς των οποίων τα συμφέροντα θίγονταν. Έτσι τα ναρκωτικά εξαπλώθηκαν ραγδαία και εκτός από την υγεία τους, όντας παράνομα, κατέστρεφαν τους νέους και οικονο­μικά, αφού ήταν πάντα πανάκριβα.

Σε λίγο καιρό το μεγαλύτερο πρόβλημα της Επόμενης Τά­ξης πραγμάτων είχε εκλείψει. Οι νέοι δεν θα γερνούσαν. Απελπισμένοι, με πρώτη αιτία θανάτου τα ναρκωτικά, δεύ­τερη τις συγκρούσεις από μέθη και τρίτη τις αυτοκτονίες, ο αριθμός τους μειωνόταν με ολοένα αυξανόμενους ρυθ­μούς.

Το πρόβλημα των γέρων αποδείχθηκε ακόμη πιο απλό. Οι παρατεταμένες συντάξεις έδειχναν μεν μία κοινωνική πρόνοια, όμως δεν εξασφάλιζε και παρατεταμένη ζωή. Χω­ρίς εξειδι­κευμένες ιατρικές επεμβάσεις κανείς δεν μπο­ρούσε να επιβιώ­σει πέραν ενός σημείου. Οι γιατροί που τις έκαναν, ήταν φυ­σικά από τους πρώτους που συμμετεί­χαν στο πρόγραμμα της Επόμενης Τάξης, αφού όλες οι μελλοντικές μεταμοσχεύσεις εξαρτιόνταν από αυτούς. Έτσι αρκούσε να ανεβάσουν τα τιμο­λόγιά τους σε δυσθεώρητα ύψη ώστε το συντριπτικά μεγαλύ­τερο μέρος του πληθυ­σμού να είναι έρμαιο της τύχης του μετά τα 60-65 τους χρόνια.

Μέσα σε μία τέτοια κατάσταση όπως ήταν φυσικό για τις μεσαίες ηλικίες δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα μέτρα. Η κα­τάθλιψη λόγω της ανεργίας της φτώχειας και της γενικότε­ρης απόγνω­σης θέριζε. Εμφράγματα, εγκεφαλικά και καρκίνοι έγιναν κα­θημερινότητα. Οι εφημερίδες έγραφαν μεν, διαμαρτυρόμενες για το φαινόμενο, όμως αυτό απλά επέτεινε την γενικότερη απόγνωση οδηγώντας ακόμη πε­ρισσότερους στην αυτοκτονία ή τον φυσικό μαρασμό.

Θα σκέφτεστε» μας είχαν πει καταλήγοντας σε όλη αυτή τη φρίκη «μπροστά σε τι τρομάξαμε τόσο ώστε να προ­βούμε σε τόσο δραστικές λύσεις. Οι δρόμοι ήταν δύο. Η αυτό που κά­ναμε ή ο πόλεμος ο οποίος θα προέκυπτε κάπως, με κάποιον τρόπο και θα ήταν καθολικός πλέον. Θα κατέστρεφε όλο τον κόσμο. Κρίνετε αυστηρά» κατέλη­γαν , διαβάζοντας την σκέψη μας, «την κατάσταση, γιατί το κάνετε με τα σημερινά δεδο­μένα. Όμως τότε δεν ήταν έτσι. Η ενεργειακή επάρκεια δεν αναζητείτο τότε για να δουλεύ­ουμε λιγότερο. Αναζητείτο για να επιβιώσουμε.

Ίσως σε μία πειραματική εφαρμογή, να προλαβαίναμε να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που θα είχε εφαρμογή στο σύνολο του πληθυσμού. Να μειώσουμε δηλαδή τις ώρες εργασίας σταδιακά, να αρχίσουμε να μοιράζουμε αγαθά που προέκυ­πταν από την εκμετάλλευση των μηχανών, και έτσι να απαιτή­σουμε τελικά τον δυναμικό έλεγχο των γεν­νήσεων δικαιωμα­τικά. Προκειμένου να συνεχιστούν οι παροχές. Περιορίζοντας τις γεννήσεις ίσως φτάναμε, στην σημερινή υπερεπάρκεια ενέργειας όπου όλος ο τότε πλη­θυσμός, χωρίς να έχει εν τω μεταξύ διαλύσει το σύμπαν, θα μπορούσε να ζήσει όπως εσείς».

Αυτό το «εσείς» μας έκανε να αισθανθούμε τότε σαν οι κύ­ριοι υπαίτιοι ενός εγκλήματος που έως τότε δεν γνωρί­ζαμε και το οποίο όμως είχε γίνει για μάς.

«Ήδη οι πλουτοπαραγωγικές πηγές» συνέχιζαν οι εκπλη­κτικές εξηγήσεις «μέχρι τότε, αντικαθιστούσαν τα φτηνά ερ­γατικά χέρια με ακόμη φτηνότερες μηχανές. Ύστερα από κά­ποιο σημείο όμως, όποτε προέκυπτε κά­ποια ενεργειακή αυτο­νομία που ισοδυναμούσε με φτηνό­τερη παραγωγή, αυτό δεν απέδιδε φτηνότερα προϊόντα αλλά απλά μεγάλωνε την ψαλίδα μεταξύ εσάς» και έδει­χναν εμάς » και των φτωχών. Με αποτέ­λεσμα ακόμη μεγα­λύτερα κέρδη για σας και ακόμη μεγαλύτε­ρες ταραχές.

Προς τι κι αν εξασφαλίζαμε την αιωνιότητα σε σάς χω­ρίς να ρυθμίσουμε ταυτόχρονα όλα τα άλλα θέματα που θα απει­λούσαν αυτή την αιωνιότητα. Σε έναν πόλεμο δεν θα επιζούσε κανείς. Όπως θα κατέληγε κάποια στιγμή πυ­ρηνικός, ένας πλανήτης μολυσμένος για πάρα πολλά χρό­νια από ραδιενεργά κατάλοιπα, ήταν κάτι που κανείς δεν ήθελε. Ούτε κι εσείς. Και τον πόλεμο αυτόν θα τον είχατε κάνει εσείς.

Γιατί πάλι κρίνετε με τα σημερινά δεδομένα», κατέλη­γαν. «Τότε δεν υπήρχε ο αγώνας για την ευδαιμονία, ούτε μία κοι­νωνία σαν την σημερινή, δομημένη, σταθερή με αποστροφή για την βία και ένα ολόκληρο σύστημα να την προασπίζει από αυτή. Τότε, κάτι που ίσως το θυμάστε ακόμη αμυδρά, ήσασταν προνομιούχοι εφαρμόζοντας ακριβώς αυτή τη βία σε κάθε επί­πεδο και πιθανή παραλ­λαγή της. Κοινωνική, ψυχολογική, πο­λιτική και βέβαια στρατιωτική και οικονομική, σε κάθε κοινω­νική βαθμίδα και σε κάθε συναναστροφή. Η ενέργεια, η φθη­νότερη και περισσότερη ενέργεια, στα χέρια του κάθε ένα σας δεν ήταν ένα πλεονέκτημα για την ανθρωπότητα, αλλά ένα δικό σας πλεονέκτημα στην μάχη με τον εκάστοτε αντί­παλό σας. Στον αγώνα σας για μεγαλύτερο πλουτισμό κά­ποια στιγμή θα τρωγόσασταν μεταξύ σας, παρασύροντας σε έναν  πόλεμό σας και ολόκληρο τον πλανήτη». Έτσι μας έπεισαν πως παρά που δολοφονήθηκαν τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα 2/3 του πλανήτη, και μάλιστα εξ αι­τίας μας, όλα πή­γαν καλά.

Όμως πάρα πολλοί απέκτησαν επιφυλάξεις τότε για την σοφία του συστήματος. Πρώτη φορά μαθαίναμε πόσα εί­χαν γίνει για μας, και εξ αιτίας μας, χωρίς να ξέρουμε εμείς τίποτα. Πολλοί ένοιωσαν αδικημένοι και θεώρησαν ότι δεν είχαν δο­κιμαστεί όλες οι εναλλακτικές πολιτικές. Ότι δεν τους είχε δο­θεί η δυνατότητα επιλογής, παρά που τα επιχειρήματα ίσως ακούγονταν σωστά τώρα. Ότι αν ετί­θετο τότε, πολλοί θα προ­τιμούσαν να ρισκάρουν την ευ­δαιμονία μαζί με τους υπόλοι­πους, αντί για μία αιωνιό­τητα  με τη συνείδηση της εξόντωσης όλου του έως τότε πολιτισμού, μαζί με τους κατοίκους του.

Στο τέλος τέλος, ακούστηκαν κι αυτές οι απόψεις, ο πλού­τος ήταν απαραίτητος για να εξασφαλίζει προνόμια στο προη­γούμενο σύστημα. Στο τωρινό τα προνόμια αυτά δεν ήταν απαραίτητα, αφού όλοι ήταν προνομιούχοι. Οπότε προς τι όλο αυτό το φρικαλέο σχέδιο και η ενοχή την οποία οι εμπνευστές του συστήματος έκριναν απαραί­τητη και επέβαλαν αυθαίρετα σε όλους τους σημερινούς επιζήσαντες χωρίς να ρωτήσουν κανέναν;

Αυτός ήταν ο πυρήνας της κρίσης των Κεραυνών. Η αμφι­σβήτηση. Οι περισσότερο απογοητευμένοι από τις εξηγήσεις έκριναν πως το σύστημα δεν ήταν αλάνθαστο, και κάθε άλλο παρά σοφό. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο μία ακόμη παράμε­τρος.

Μετά τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού τότε, τα προ­σχή­ματα δεν ήταν πλέον αναγκαία ούτε η μυστικότητα. Ήταν η λεγόμενη τελική φάση και οι όροι τίθεντο πλέον σαφώς.

Όσες γυναίκες ήθελαν να μπούνε στο πρόγραμμα τους ζη­τήθηκε ξεκάθαρα να στειρωθούν προκειμένου να υπάρ­χει απόλυτος έλεγχος του πληθυσμού από τότε και ύστερα. Αυτά πέραν του τεράστιου ποσού που έπρεπε να καταβάλουν για τα υπόλοιπα, ψυγείο DNA κλώνων, συμ­βόλαιο μεταμοσχευτικής υποστήριξης, υποχρεώσεις δη­λαδή που αφορούσαν και τους άντρες.

Όσοι δεν συμφωνούσαν μπορούσαν να γεράσουν φυ­σιολο­γικά και να πεθάνουν ζώντας μερικά ευτυχισμένα χρόνια. Στον τακτοποιημένο πλέον κόσμο που είχε αρκετή  ενέργεια και αγαθά να υποστηρίζει τους εναπομείναντες χωρίς να εργάζο­νται, πληρώνοντας κι αυτοί βέβαια κάποια συμμετοχή στο σύ­στημα, όμως πολύ μικρότερα ποσά.

Τότε αυτές οι ρυθμίσεις είχαν φανεί δίκαιες στους επι­ζήσα­ντες, γιατί η μοίρα όλου του υπόλοιπου πλανήτη, φαινόταν σαν μία ανωτέρα βία, ένας κατακλυσμός από τον οποίο θα ξέ­φευγαν αγοράζοντας μία θέση, με τα χρήματά τους, στην μο­ντέρνα Κιβωτό, και δεχόμενοι κάποιους ασήμαντους όρους. Πάνω στην κρίση που προέκυψε όμως ή στείρωση των γυναι­κών φάνηκε σαν ένα μέτρο που είχε υποχρεώσει τους άντρες που δεν είχαν κάνει παιδιά μέχρι τότε, να τα στερηθούν αιώνια χωρίς λόγο.

Πολλοί άρχισαν να κάνουν έρωτα με τους κλώνους των γυ­ναικών τους οι οποίοι διέθεταν ωοθήκες. Προφανώς δεν τους γοήτευαν τα σώματα στα ψυγεία πόσο μάλλον τώρα που η αντιπάθεια προς ολόκληρο το σύστημα γιγαντωνό­ταν. Οι κλώ­νοι ήταν σώματα ενηλίκων με εγκεφάλους παι­διών 1 μηνός. Δεν αντιδρούσαν, δεν μιλούσαν, δεν ασκού­σαν καμία γοητεία. Όμως η όλη κίνηση ήταν περισσότερο σαν μομφή παρά γιατί ήθελαν πραγματικά παιδιά μαζί τους

 Οι περιπτώσεις που τελικά, πέραν του σεξ η εγκυμο­σύνη ευόδωσε ήταν λίγες. Οι  γυναίκες των δραστών θίγο­νταν και, είτε σκότωναν τον κλώνο τους που εγκυμονούσε, είτε τους συντρόφους τους. Αυτό δημιουργούσε μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό ταυτόχρονα κόστος.  Πέραν του ότι ξαναγύριζε την κοινωνία στην εποχή της βίας, μάλιστα σε έναν πολιτισμό πλέον, ελάχιστα αστυνομευμένο, οι κλώνοι των εξαπατημένων γυναικών, που το κράτος είχε υποχρέωση να αντικαταστήσει, κόστιζαν. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα οι θανατώσεις των ελά­χιστων παιδιών που προέκυψαν από τις επαφές με τους κλώ­νους, ήταν η στα­γόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Όλοι είχαμε μία ευλαβική προσήλωση στο νόμο τότε και, για πρώτη φορά στην ιστορία, αυτό δεν συνέβαινε από φόβο αλλά από σεβασμό. Ο νόμος, και η σοφία του όλου συστήμα­τος εξασφάλιζαν την εκτίμηση και την υπακοή μας, όπως ταυ­τόχρονα και την κορυφαία ποιότητα της ζωής μας. Μιας ζωής που θα κρατούσε για πάντα.

Μπροστά στην θανάτωση των παιδιών, που πάντα εξέ­φρα­ζαν εννοιολογικά το αύριο, η κρίση πήρε τελικά τερά­στιες διαστάσεις. Δεν εκφράστηκε βέβαια με ταραχές δια­δηλώσεις ή επανάσταση. Είχαμε από καιρό αποστασιο­ποιηθεί από αυτά τα μοντέλα. Όμως ο πληθυσμός άρχισε για πρώτη φορά να πεθαί­νει ύστερα από 200 χρόνια. Δεν πήγαιναν για μεταμοσχεύσεις κι αυτό ήταν το λιγότερο απ’ όλα. Το κυριότερο ήταν πως η χαρούμενη κοινωνία μας, δεν ήταν πλέον καθόλου χαρούμενη. Όταν πέρα από την άρνηση των μεταμοσχεύσεων, προέκυψαν οι πρώτες αυτο­κτονίες, το σύστημα αποφάσισε πως δεν πή­γαινε άλλο.

Σαν πρώτο μέτρο οι κλώνοι απαγορεύτηκε να έχουν κεφάλι αποθαρρύνοντας έτσι τους πάντες από το σεξ μαζί τους. Ποιος θα μπορούσε να κάνει έρωτα σε ένα ακέφαλο πτώμα μέσα σε ένα ψυγείο στους μείον 5 βαθμούς; Γιατί φυσικά οι κλώνοι έξω από το ψυγείο δεν διατηρούνταν χωρίς τα υποστηρικτικά μηχανήματα. Στην συνέχεια ανα­κοινώθηκε πως για κάθε έναν που αυτοκτονούσε θα δη­μιουργούνταν παιδιά με το DNA του οπότε η πράξη του θα ήταν μάταιη αφού θα εξακολουθούσε να υπάρχει ίδιος και απαράλλαχτος και να υπηρετεί το σύστημα.

Τέλος, κρίθηκε αναγκαία η εκπαίδευση του πληθυσμού στην καινούργια τάξη πραγμάτων. Να γίνει δηλαδή κοινή συ­νείδηση πόσες ακριβώς θυσίες είχαν γίνει όταν το σύ­στημα εφαρμόστηκε και γιατί. Πώς όλα αυτά, και όλοι αυ­τοί, που εί­χαν χαθεί, για να προκύψει η προνομιούχα κα­τάσταση που απολαμβάναμε πλέον εμείς, θα καταστρέφο­νταν χωρίς νόημα, με το ζήτημα των παιδιών, της στείρω­σης και του μέλλοντος όπως το ξέραμε, και έπρεπε πλέον να το ξεχάσουμε.

Η κρίση των κεραυνών οριοθέτησε την οριστική τάξη πραγμάτων. Μέχρι τότε, όλα μας φαίνονταν σαν ένα δια­σκε­δαστικό παιχνίδι με το Θεό, όπου εμείς είχαμε ξεφύγει από την μοίρα που μας είχε ορίσει. Τότε καταλάβαμε για πρώτη φορά πώς δεν ετίθετο τέτοιο θέμα. Πώς η ζωή μας δεν ήταν κάτι μπροστά στο θάνατο, γιατί απλούστατα ο θάνατος δεν υπήρχε πια. Μόνο από ατύχημα μπορούσε να πεθάνει κανείς και τα ατυχήματα όμως ήταν πολύ σπάνια με τέτοια τάξη που ήταν όλα ρυθμισμένα στην εντέλεια.

Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα επισκευάζονταν κάθε είδους ζημιές. Αν κάποιος πλέον προκαλούσε κά­ποιο τόσο σφοδρό ατύχημα που να μην επιβιώσει, ήταν σίγουρο πως επρόκειτο για αυτοκτονία και πέραν του ότι πέθαινε, το κυριότερο ήταν ότι στιγματιζόταν κιόλας σαν αχάριστος και ηλίθιος άνθρωπος. Αυτό μάλιστα, ο στιγμα­τισμός, τώρα που είχε εκλείψει ο θάνατος, ήταν πλέον για μας η υπέρτατη απειλή.  Ήταν θα έλεγε κανείς, το μόνο που μπορούσαμε να πάθουμε.

Εμείς επιβιώσαμε τότε της κρίσης των Κεραυνών. Εγώ δεν έκανα παιδί με τον κλώνο της γυναίκας μου και εκείνη δεν σκότωσε ούτε το παιδί μας, ούτε τον κλώνο της ούτε εμένα. Όμως στα νεκρά βρέφη από τους κλώνους των άλλων, που θα­νατώθηκαν, είδαμε κι εμείς πως το μέλλον δεν υπήρχε πια με την έννοια που το ξέραμε. Δεν αποτε­λούσαν τα παιδιά πλέον το μέλλον μας μιας και το μέλλον μας ήμασταν εμείς. Και ότι ακριβώς αυτό ίσως σήμαινε, πως το μέλλον θα δεν υπήρχε καν, ποτέ ξανά.

 Τη γυναίκα μου την έπιασε κατάθλιψη που δεν την εγκατέ­λειψε ποτέ, και τότε ήταν που άρχισα κι εγώ τις επισκέψεις και τους φιλοσοφικούς μου διαλογισμούς με τον κλώνο μου μέσα στο ψυγείο του.

Έτσι έφτασα τώρα 3 αιώνες μετά την κρίση των κεραυ­νών να κάθομαι σκεπτικός στην κουνιστή πολυθρόνα, για πολλο­στή φορά κοιτάζοντας τον ακέφαλο κλώνο μου μέσα στο ψυ­γείο του. Οι σκέψεις μου είναι σκοτεινές, αβυσσα­λέες. Σκέ­φτομαι την αγάπη της γυναίκας μου που αγαπώ τώρα μισή χι­λιετηρίδα. Σκέφτομαι όσα έχουμε πει τον τε­λευταίο καιρό. Και όσα θα γίνουν για τα οποία δεν μας έχει προετοιμάσει κανείς. Θα είναι άραγε τρομερό; Πιο τρομερό από μία θλιμμένη αιω­νιότητα; Πιο τρομερό από το να κάνεις έρωτα με έναν ακέ­φαλο κλώνο; Γιατί αυτό το έχω ήδη κάνει.

Όλα είναι έτοιμα. Στο διπλανό θάλαμο οι αχνοί από την πα­γωμένη υγρασία στο κρύσταλλο κρύβουν τη θέα. Δια­κρίνω την διογκωμένη κοιλιά και θυμάμαι τότε που έκανα για πρώτη φορά αυτή τη φρικαλέα πράξη, ένα χρόνο πριν, κάνοντας έρωτα στον ακέφαλο κλώνο της συμβίας μου. Τον κρατούσε εκείνη ξαπλωμένη από πίσω ώστε βλέποντας το πρόσωπό της να μην τρελαθώ εντελώς πάνω στην πράξη και δεν καταφέρω να εκσπερματώσω.

Ο θάλαμος είναι ρυθμισμένος στους 28 βαθμούς Κελ­σίου από την αρχή της εγκυμοσύνης και μάλλον όλα θα πάνε καλά. Οι τριβές του κλώνου δεν μας ενδιαφέρουν πια. Ένα κλάμα μωρού ακούγεται από το ισόγειο.

   Τι κάνεις αγάπη μου πάλι κοιτάς τη Τζίνα;

Η γυναίκα μου έχει έρθει κάτω με τον μικρό. Τζίνα λέμε τον κλώνο της.

   Αναρωτιέμαι αν όλα θα πάνε καλά.

   Όλα θα πάνε καλά, λέει εκείνη, μην ανησυχείς. Τα παι­διά μας θα είναι μια χαρά.

 

***

 

Ναι, θα κάνουμε ένα κοριτσάκι ακόμη, πέρυσι κάναμε ένα αγοράκι. Γιατί η κοινωνία μας είναι τέλεια, δεν εξανα­γκάζει, παίρνει τα κατάλληλα μέτρα και πείθει. Έτσι πέρα από τον αποκεφαλισμό των κλώνων θεσπίστηκε τότε μία βαλβίδα συ­ναισθηματικής ασφαλείας ώστε όσοι ήταν δυ­σαρεστημένοι να μπορούν να αποχωρήσουν. Ήταν προτι­μότερο από το να αυ­τοκτονήσουν, ή να γεράσουν μεταξύ των υπολοίπων επηρεά­ζοντας τους αρνητικά. Αυτό θα δια­τάραζε ακόμη περισσότερο την τάξη την οποία υποτίθεται ο καινούργιος κόσμος είχε κα­τακτήσει. Η αιωνιότητα είναι πολύ μεγάλη για να αντέξει μία αιώνια θλίψη πόσο μάλ­λον αν περιστοιχίζεσαι κι από άλλους θλιμμένους.

Όσοι ήθελαν λοιπόν μπορούσαν, να πάνε στην απομο­νω­μένη ήπειρο, να ζήσουν και να πεθάνουν φυσικά, όπως και όλος ο κόσμος πριν από αυτούς. Δημιουργήθηκε εκεί μία στοι­χειώδης αγροτική υποδομή, με επαρκείς ενερ­γειακές μονάδες και ανέσεις για να συντηρούνται οι κά­τοικοι, εργαζόμενοι για τα τρόφιμά τους.

Η δικιά μας περίπτωση ήταν κάτι που δεν είχε προβλε­φθεί. Κανείς δεν περίμενε πως κάποιοι θα τεκνοποιούσαν με τους ακέφαλους κλώνους. Επίσης η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε τα παιδιά μας χρησι­μοποιώντας τον κλώνο της οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να λυθεί το πρόβλημα μόνο του. Έτσι το σύστημα είχε να αντιμετωπίσει και τους δυο μας σε περίπτωση θανάτωσης των παιδιών μας.

Η λύση που τους προτείναμε έγινε άμεσα δεκτή, άλλω­στε ήταν αυτό που θέλαμε. Θα είχαμε κάθε ιατρική υπο­στήριξη ώστε η γέννες να είναι απροβλημάτιστες. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να φύγουμε αμέσως ύστερα από την δεύτερη γέννα για την απομονωμένη ήπειρο ώστε να μην δημιουργηθεί ανατα­ραχή από τα παιδιά στην εδώ κοινω­νία. Άλλωστε δεν υπάρχει καμία υποδομή για παιδιά εδώ.

Μετά την συμφωνία, η περίπτωσή μας δημοσιοποιή­θηκε, ώστε όποιος ήθελε να ξέρει ότι μπορούσε να κάνει το ίδιο και ότι το σύστημα δεν επιβάλει αυθαίρετα τίποτα σε κανέναν. Δεν υπήρξε τόση προθυμία, όλοι μας κοίταζαν σαν τρελούς είναι η αλήθεια. Εγώ είχα κάνει έρωτα με έναν ακέφαλο κλώνο, η γυναίκα μου μού είχε συμπαρα­σταθεί σ’ αυτό, και το κυριότερο, 300 χρόνια ύστερα από την κρίση των Κεραυνών, θέλαμε παιδιά. Τόσο πολύ που θα στερούμασταν την αθανασία μας. Ήταν σχεδόν ακατα­νόητο.

Πεντακόσια χρόνια ματαιότητας, ένας ολόκληρος κό­σμος νεκροί, και μία αιώνια ησυχία, νοιώθω να με κοιτά­ζουν, μετα­φορικά, μέσα από τα δύο ψυγεία των κλώνων της γυναίκας μου και του δικού μου. Γιατί φυσικά δεν έχουν μάτια για να με κοιτάξουν κανονικά, και τόσα χρό­νια στον καναπέ κακώς προσπαθούσα να κατανοήσω ή να επιτύχω οποιαδήποτε συ­μπαντική επικοινωνία με τον κλώνο μου. Είναι ένα πτώμα από το οποίο εξαρτούσα την αιώνια ζωή μου και τίποτε άλλο. Μία ζωή στην οποία ήμουν κι εγώ επίσης ένα πτώμα αφού στην ουσία δεν είχα ζωή αφού τίποτα δεν θα άλλαζε, ποτέ. Απλά εγώ είχα κε­φάλι κι αυτός δεν είχε.

Σε λίγες μέρες κάπου μακριά, γερνώντας, κοπιάζοντας, ίσως και αρρωσταίνοντας θα αρχίσουμε να πεθαίνουμε πάλι, ύστερα από πολλά χρόνια αθανασίας. Θα είμαστε και πάλι θνητοί. Όμως έτσι θα ξαναζήσουμε πάλι. Βλέπο­ντας τα παιδιά μας να απολαμβάνουν όλα αυτά που κά­ποτε ήτανε πολύτιμα και για μας. Επειδή συνέβαιναν για πρώτη φορά ή επειδή κρατούσανε λίγο. Χωρίς την αθανα­σία. Όμως τι αξίζει μία δυστυχισμένη αιωνιότητα μπροστά σε μια υπέροχη ζωή ξανά;





 

Το δίλημμα του πολιτισμού (θεωρία)

Πολλοί ίσως έχουν διαβάσει για την εποχή του υδρογό­νου. Περιληπτικά θα πούμε ότι εποχή του υδρογόνου έχει ονομαστεί η σημερινή εποχή, εξαιτίας της ενέργειας που παράγεται από τις κυψέλες καυσίμου, όπως τις λένε, μέσα στις οποίες με την καύση υδρογόνου εκλύεται ενέργεια, και τέλος αποβάλλεται νερό. Η επιστημονική αυτή επί­τευξη λέγεται ότι θα φέρει μία ολόκληρη επανάσταση και γι’ αυτό ακριβώς θα δημιουργήσει μία καινούργια εποχή.

Το πρόβλημα με τις μηχανές παραγωγής ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ήταν πάντα ότι δεν παρήγα­γαν σταθερή τάση. Ποτέ δεν φυσούσε το ίδιο, δεν είχε την ίδια ηλιοφάνεια, το ίδιο νερό, τις ίδιες συνθήκες. Σαν απο­τέλεσμα χρειαζόταν ένα μέσο αποθήκευσης, είτε κάποιας μεγάλης ηλεκτρικής εταιρίας, είτε, αν κάποιος ήθελε αυ­τονομία, μπαταριών. Για να αποδίδει το αποθηκευμένο ηλεκτρικό ρεύμα στην συνέχεια υπό σταθερή τάση, με ισορροπημένες αρμονικές, κατάλληλο για ηλεκτρικές μη­χανές.

Αν όμως το ρεύμα από μια οποιαδήποτε μηχανή ανα­νεώσιμης ενέργειας, το χρησιμοποιήσουμε για ηλεκτρό­λυση όλο το σύστημα αλλάζει. Οι μηχανές ηλεκτρόλυσης παράγουν υδρογόνο από το νερό επίσης περισσότερο ή λιγότερο αναλόγως των καιρικών συνθηκών. Στην συνέχεια όμως το παραγόμενο αέριο υδρογόνο αποθηκεύεται πολύ ευκολότερα από το ηλεκτρικό ρεύμα και καίγεται σε μια κυψέλη καυσίμου οποιουδήποτε νοικοκυριού, που παρέ­χει σταθερή ηλεκτρική τάση και προϊόντα καύσης μόνο οξυγόνο και νερό !

Ας φανταστούμε κάθε μικρό σπίτι να διαθέτει μία μη­χανή ηλεκτρόλυσης που λειτουργεί με οποιαδήποτε ανα­νεώσιμη πηγή ενέργειας. Το παραγόμενο υδρογόνο μπορεί να το διοχετεύει σε ένα κεντρικό δίκτυο, απολύτως παρό­μοιο με το δίκτυο φυσικού αερίου, για καλύτερη ασφάλεια και ευκολία. Από το ίδιο δίκτυο το νοικοκυριό αντλεί υδρογόνο για την κυψέλη καυσίμου του παράγοντας όση ηλεκτρική ενέργεια χρειάζεται. Όσο υδρογόνο περισσεύει από όσο παράγει η μηχανή του ηλεκτρόλυσης παραμένει στο δίκτυο παραχωρημένο με κάποια οικονομική φόρ­μουλα. Το πουλάει δηλαδή ή το παραχωρεί έναντι της προμήθειας των κυψελών καυσίμου και της όλης αρχικής εγκατάστασης  που θα είναι παρόμοια αυτής του φυσικού αερίου.

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα. Μία ολόκληρη πόλη αντί απλά μόνο να καταναλώνει, παράγει επίσης ενέργεια.  Σε τεράστιες ποσότητες. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες πόλεις και επεκτείνεται σιγά σιγά στις μικρότερες. Είναι μία ενεργειακή επανάσταση.

Με την κατάλληλη χρήση όλης αυτής της ενέργειας, αν δεν την σπαταλήσουμε, μπορούμε σχετικά εύκολα να οραματιστούμε εκατομμύρια πάμφθηνα μεγαβάτ στην διάθεση των καθημερινών αναγκών. Να φανταστούμε μέσα μαζικής μεταφοράς που θα μεταφέρουν το κοινό άνετα, γρήγορα,  και όπου θέλει. Ίσως δωρεάν ή με ελάχιστο κό­στος κινούμενα με ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Το οι­κοσύστημα απαλλαγμένο από ρύπους και μεγάλες εκτά­σεις αχρησιμοποίητες έως σήμερα όπως η Σιβηρία ή η Σαχάρα διαθέσιμες για καλλιέργειες και ενεργειακή εκμε­τάλλευση.

Αυτή είναι η τεχνολογική πλευρά. Κυριότερη όμως εί­ναι η πολιτισμική συνέπεια της.

Την στιγμή που η ενέργεια είναι πλέον πολλή, φτηνή, ανανεώσιμη και ελεύθερη, μπορούμε, στηριγμένοι πάνω σ’ αυτήν, να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι περισσότερες ανάγκες θα εξυπηρετούνται με ολοένα μικρότερο κόστος. Πολύ σύντομα το κόστος της αρχικής εγκατάστασης των μηχανών ηλεκτρόλυσης και παραγωγής υδρογόνου, της εγκατάστασης παροχής και ανταλλαγής αερίου καυσίμου και της κυψέλης καυσίμου έχει αποσβεσθεί. Από εκεί και ύστερα όλο το σύστημα λειτουργεί παράγοντας διαρκώς ανανεώσιμο καθαρό κέρδος!

Τα δίκτυα αντί να μοιράζουν ηλεκτρικό ρεύμα μοιρά­ζουν πλέον αέριο υδρογόνο. Καταργούνται λοιπόν στα­διακά τα ηλεκτρικά καλώδια και τα δίκτυα, μαζί και οι μεγάλες και συχνές βλάβες τους από καιρικά φαινόμενα και ηλιακές ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες. Η ενέργεια για κάθε καταναλωτή, νοικοκυριό, εργοστάσιο ή αυτοκινού­μενο όχημα, παράγεται πλέον επί τόπου κάθε φορά, από την δική του κυψέλη καυσίμου. Τα ηλεκτρικά δίκτυα γί­νονται δίκτυα αερίου υδρογόνου τα οποία σε πολλές πό­λεις υπάρχουν ήδη και είναι εύκολα και  πάμφθηνα συ­ντηρήσιμα εδώ και δεκαετίες!

Ακόμη μεγαλύτερη είναι η διαφορά στην αυτονομία. Ο σημερινός καταναλωτής ηλεκτρικού ρεύματος από ανανε­ώσιμες πηγές, στην ουσία δεν είναι αυτόνομος. Εξαρτάται ολότελα από τις μπαταρίες του. Αυτές παράγονται σε τε­ράστια εργοστάσια, που μπορεί αύριο να κλείσουν και να μην μπορούν να του παρέχουν ανταλλακτικά για τη συ­ντήρηση τους. Με την καλύτερη συντήρηση κρατούν το μέγιστο δέκα χρόνια. Και για να παραχθούν χρησιμο­ποιούν πολύ επικίνδυνα χημικά, που επιβαρύνουν πάρα πολύ το περιβάλλον. Αντίθετα ένα ντεπόζιτο αποθήκευσης αερίου υδρογόνου, φτιάχνεται πολύ απλούστερα και μπο­ρεί να κρατήσει δεκαετίες χωρίς καμία συντήρηση !

Όλα αυτά κάνουν την αρχή σε ένα ολόκληρο ενερ­γειακό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό. Και γι’ αυτό μπορεί να φέρει επανάσταση στην καθημερινή μας πρακτική και να μας οδηγήσει από έναν πολιτισμό βίας σε έναν πολιτισμό ευ­δαιμονίας.

***

Σήμερα δείκτης ευημερίας θεωρείται η συσσώρευση χρήματος. Όσο το μαζεύεις τόσο διαχωρίζεσαι, υποτίθεται, από την μίζερη και δυστυχισμένη πλειοψηφία της οποίας την ευημερία υποσκάπτεις προκειμένου να ευημερήσεις ο ίδιος. Σε έναν ενεργειακά συνειδητοποιημένο κόσμο αντί­θετα η ευτυχία της πλειοψηφίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την ευημερία του συνόλου. Δεν μπορείς να είσαι πραγματικά ευτυχής μέσα σε έναν δυστυχισμένο κόσμο χωρίς προοπτική. Είναι δύο συστήματα που έχουν τα υπέρ και τα κατά τους.

Το μεγάλο υπέρ του συστήματος που ισχύει σήμερα εί­ναι ότι δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς να προκόψει ο κόσμος για να προκόψει ο ίδιος. Το σύστημα, όπως φαίνε­ται στα επόμενα κεφάλαια, υποστηρίζει αυτή τη τακτική πέρα ως πέρα. Όποιος αδιαφορεί για όλους τους άλλους εκτός του ότι θα πλουτίσει γρήγορα δεν έχει τίποτα να φο­βηθεί. Από τους νόμους, έως την κοινωνική εκπαίδευση όλο το σύστημα δουλεύει για να τον διευκολύνει να τον προστατεύει  και να τον εγκωμιάζει. Όσο για την συνεί­δησή του κι αυτή υποτίθεται θα ικανοποιηθεί, όπως όλες οι ανάγκες του, απόλυτα, με τα χρήματα που θα βγάλει.

Αυτή είναι περιληπτικά η θεωρητική βάση, αν μπο­ρούμε να πούμε ότι υπάρχει μία τέτοια, του πολιτισμού της βίας. Το σύστημα προφανώς δεν προέκυψε επειδή ήταν το καλύτερο. Δεν έγινε κάποιο συνέδριο πριν από μερικές χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια και αποφασί­στηκε ότι αυτό είναι ότι ταιριάζει καλύτερα στην ανθρώ­πινη φύση και στους μακροπρόθεσμους στόχους της εξέ­λιξης του είδους μας. Οι συνθήκες απλά, στην αρχή της ιστορίας, ευνοούσαν μόνον έναν τέτοιο πολιτισμό. Προκύ­ψαμε γυμνοί και απροστάτευτοι. Χωρίς ιδιαίτερες ικανότη­τες άμυνας ή επίθεσης πέρα από το μυαλό μας. Η ανάγκη οδηγούσε στην απελπισία και αυτή στη βία, το μόνο υπάρχον μέσο τότε για να ικανοποιήσει οποιοσδήποτε άγριος τις ανάγκες του.

Σήμερα υπάρχουν πολλά άλλα μέσα, αυτό είναι που έχει αλλάξει. Η δυνατότητα προσφοράς υπηρεσιών ακόμη και δωρεάν σε μία μεγάλη πλειοψηφία δημιουργεί πολύ διαφορετικές συνθήκες από οποιεσδήποτε ίσχυαν έως σή­μερα. Και μία εντελώς καινούργια προοπτική.

Μέχρι τώρα ο καθένας ήταν υπεύθυνος για την καθη­μερινή ικανοποίηση των αναγκών του. Το σύστημα ήταν ακριβώς αυτό, ότι δεν υπήρχε κανένα σύστημα. Οι εξου­σίες παρά που ήταν αυτές που κατείχαν την διαχείριση των πόρων κατά ένα περίεργο τρόπο ποτέ δεν ανέλαβαν αυτό το έργο, την ικανοποίηση δηλαδή των καθημερινών αναγκών του συνόλου.

Ο καθένας επέλεγε τι θα κάνει, αδιάκριτα αν αυτό που έφτιαχνε ή πουλούσε χρειαζόταν, ή αν το έκαναν ήδη πάρα πολλοί. Έμπαινε έτσι σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό σε κάθε επίπεδο, που τον ανάγκαζε στην συνέχεια να προβεί σε διάφορες ενέργειες προκειμένου να επιβιώσει. Να λαδώσει, να παρατυπήσει, να παράγει σκάρτα πράγ­ματα, να κάνει τα πάντα προκειμένου να πλουτίσει αρκεί να μην τον πιάσουν. Κάτι που όσο πλούτιζε γινόταν φυ­σικά ευκολότερο.

Πέρα από τους εγκληματίες, όπου πάει πρώτα η σκέψη, που και κατά νόμο εγκληματούν, πάρα πολλοί παρατυπούν καθημερινά κάτω από αυτή την πίεση με πάρα πολλούς τρόπους που δεν φαίνονται εγκληματικοί, τουλάχιστον όχι σύμφωνα με το νόμο. Ο κάθε ένας είναι ελεύθερος να σκαρφιστεί και να εφαρμόσει οποιοδήποτε κόλπο προκειμένου να επιβιώσει και να πλουτίσει. Αυτό είναι το σύστημα, ο σώζον εαυτόν σωθήτω. Αφού δεν υπάρχει σύστημα.

Σ’ αυτό το πέλαγος της απελπισίας το μόνο που έχει δημιουργήσει το σύστημα είναι μία τεράστια σανίδα σωτη­ρίας. Τις δημόσιες υπηρεσίες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι γί­νονται τέτοιοι για να εξασφαλίσουν εργασία και εισοδή­ματα για τη ζωή τους. Χωρίς να αναγκάζονται να αποδί­δουν ιδιαίτερα, να έχουν κάποιο ιδιαίτερο στόχο ή ταλέ­ντο, να είναι αποδεδειγμένα αναγκαίοι σ’ αυτή τη θέση ή ακόμη και χρήσιμοι.

Έστω και κατά παράφραση το δημόσιο αποτελεί ήδη μία εφαρμογή της ενεργειακής κοινωνικής οργάνωσης όπου η πόροι διατίθενται στο κοινό δωρεάν. Εδώ δεν δια­τίθενται εντελώς δωρεάν, ο ένας στους δέκα πληρώνεται γιατί αποδίδει και είναι χρήσιμος. Αυτός είναι ο ευτυχής δημόσιος υπάλληλος.

Δυστυχώς ακόμη και στο δημόσιο η αναλογία ευτυχι­σμένων πολιτών είναι ελάχιστη. Είναι λογικό, αφού δεν υπάρχει κανένα σύστημα για την ευτυχία της πλειοψη­φίας και, ακόμα και στο δημόσιο, οι εννιά στους δέκα το ξέρουν και το νοιώθουν καθημερινά ότι παρασιτούν έναντι όλων των άλλων. Όμως το σύστημα είναι ότι δεν υπάρχει σύστημα.

Γιατί μας απασχολεί η ευτυχία; Υποτίθεται ότι είναι μία προσωπική υπόθεση. Είναι όμως; Ένας ευτυχισμένος άν­θρωπος δεν τριγυρίζει ανικανοποίητος, γεμάτος οργή και φθόνο για τους άλλους και ματαιότητα για τον εαυτό του. Ευτυχισμένοι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους φτιάχνουν ένα ευτυχισμένο κόσμο ο οποίος δεν είναι ένας επικίνδυ­νος κόσμος. Δεν είναι ένας εγκληματικός κόσμος ούτε ένας άρρωστος από το άγχος την τρέλα ή την κακία κό­σμος. Σαν αποτέλεσμα ένας τέτοιος κόσμος δεν χρειάζεται  πλέον πολλές πρακτικές που σχετίζονται σήμερα με αυτές τις ψυχικές καταστάσεις και δεν αναγκάζεται να τις χρη­ματοδοτεί ούτε οικονομικά ούτε ενεργειακά.

Περιληπτικά δεν χρειάζεται, σε κάθε επίπεδο, πολέ­μους για την αρπαγή πόρων. Αφού δεν σπαταλά τους πό­ρους, τους διαθέτει σε υπερεπάρκεια. Επειδή δεν επιτίθε­ται δεν χρειάζεται ούτε αμυντικές δαπάνες από τον φόβο της αντεπίθεσης. Χρειάζεται ολοένα λιγότερα οπλικά συ­στήματα, συνοδευτικά συστήματα επίθεσης και άμυνας και τους απαραίτητους πόρους. Για στρατιωτικές υπηρε­σίες, αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες, για δωροδοκία ή εξαγορά μεγάλου αριθμού ανθρώπών σε θέσεις κλειδιά, διαδικασίες άμεσα συνυφασμένες με μία πολιτική βίας. Τέλος δεν χρειάζεται τους διάφορους μηχανισμούς προ­παγάνδας προκειμένου ο λαός να δώσει την έγκρισή του για τη χρηματοδότηση όλων αυτών. Δεν χρειάζεται δη­λαδή, πέρα από όλες τις φθοροποιές πρακτικές, να δια­στρεβλώσει και τις αξίες του σαν επιστέγασμα, ώστε όλοι να πειστούν να σκέφτονται και να λειτουργούν έτσι.

 Ένα ενεργειακό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης  σε συνδυασμό με την υπάρχουσα τεχνολογία κουβαλάει το ίδιο φορτίο που κουβαλάει και το σημερινό σύστημα. Τις ανάγκες, τις αρρώστιες και τις απαραίτητες ανέσεις,  χωρίς όμως τα επιπλέον φορτία, και φυσικά όχι εν μέσω πυρών. Σε ένα διαρκή πόλεμο στις αγορές, στα χρηματιστήρια, στον κυβερνοχώρο ή, όταν όλα αυτά δεν αποδώσουν, στη στρατιωτική σύγκρουση. Έτσι μπορεί να τα κουβαλήσει όλα πολύ πιο άνετα, πολύ πιο ικανοποιητικά και για πολύ μεγαλύτερη απόσταση.

Ο λόγος που δεν ζούμε ήδη σε ένα τέτοιο σύστημα είναι ότι το προηγούμενο σύστημα έχει δημιουργήσει έναν ολό­κληρο φαύλο κύκλο από αλληλένδετες διαδικασίες που αλληλοχρηματοδοτούνται και φυσικά όλοι όσοι το υπηρε­τούν σε διάφορα επίπεδα, επαγγέλματα και για διάφορους λόγους, έχουν συνηθίσει αυτά  τα χρήματα και τον τρόπο ζωής και δράσης. Ο κύκλος αυτός πρέπει πρώτα να σπά­σει κάπου πριν προκύψει ένας καινούργιος κύκλος εξέλι­ξης.

Υπάρχει μία ιδιαίτερα έντονη μυθολογία σήμερα, για την υποτιθέμενη ανωτερότητα του οργισμένου βίαιου  και κυνικού ανθρώπου πέρα από τις αλληλένδετες καταστά­σεις που έχει δημιουργήσει για να τον εξυπηρετούν. Το κακό σκυλί που δεν θα ψοφήσει ποτέ, ο κακός που είναι έξυπνος όταν ο καλός είναι ηλίθιος και αφελής, ο κακός που θα πλουτίσει ενώ ο καλός θα μαρτυρήσει, ο κακός που γελά ενώ ο καλός υποφέρει και προβληματίζεται.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι κι αυτό δείχνεται διεξοδικά στο κείμενο «Ιησούς Χριστός. Εκσφαλματώνοντας ένα διάσημο πρόγραμμα». Υπάρχουν μόνο ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι άνθρω­ποι. Όλα τα άλλα όσα συμβαίνουν είναι αποτελέσματα της απελπισίας τους ή των διεξόδων τους, της δυστυχίας ή της ευτυχίας τους.

Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Αν είναι αδύναμοι άνθρωποι η δυστυχία τους κάνει λίγο επικίνδυ­νους για το κοινωνικό σύνολο, αν είναι δυνατοί είναι πολύ επικίνδυνοι. Ένας πολύ ισχυρός δυστυχισμένος άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει τον κόσμο με τη δράση του. Όμως το ίδιο και ένα δυστυχισμένο πλήθος, είναι σαν ωρολο­γιακή βόμβα. Σε κάθε περίπτωση ένας ευτυχισμένος άν­θρωπος είναι νηφάλιος και δεν αγωνιά πώς  θα αρπάξει τίποτα από κανέναν. Οπότε η ευτυχία σαν κοινωνικός δεί­κτης ευημερίας δεν είναι τόσο αδιάφορος η προσωπικός όσο θεωρείται.

Μία άλλη μυθολογία, επίσης πολύ διαφημισμένη υπο­στηρίζει πώς ότι και αν υποστείς για τα χρήματα θα ευτυ­χίσεις οπωσδήποτε όταν τα αποκτήσεις. Ο κόσμος θα σε σέβεται, θα μπορείς να αγοράσεις ότι θέλεις και θα έχεις απεριόριστη προσφορά στο σεξ.

Η πραγματικότητα ωστόσο εξελίσσεται κάπως διαφορε­τικά. Το κείμενο «Το νόημα είναι ότι δεν υπάρχει νόημα» και το διήγημα «Γιατί χρειάζομαι όλα αυτά τα χρήματα» που βασίζεται σε αληθινή ιστορία, δείχνουν ότι οι πλού­σιοι άνθρωποι δεν είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο οι φτωχοί θέλουν να πιστεύουν. Μπορούν να διακοσμήσουν την ζωή τους με αστραφτερά αντικείμενα κάτι που θαμπώνει τους κοινούς θνητούς όμως εξαναγκάζονται πολύ συχνότερα από εκείνους σε ανάξιες ή και άθλιες συμβάσεις, προκει­μένου να έχουν αυτή την αγοραστική ικανότητα. Κατα­κτώντας την δυστυχία όχι μόνο από αυτόν τον παράγοντα αλλά και από το γεγονός ότι δεν ξέρουν πώς να ευτυχή­σουν.

Γιατί δεν τους το έχει μάθει κανείς. Όλοι και όλα τους μαθαίνουν πώς να βγάζουν χρήματα σαν τα χρήματα να είναι το μαγικό κλειδί ύστερα στην πόρτα της ευτυχίας. Έτσι περιμένουν κάθε φορά ότι το αγοραστό σεξ θα τους φτιάξει τη μέρα, ότι η ποιότητα του είναι απλά ζήτημα τι­μής σαν να αγοράζεις ένα αυτοκίνητο. Το ίδιο όπως ο αγο­ραστός σεβασμός και οι αγοραστοί φίλοι θα τους τονώσουν τον εγωισμό ή ακόμα χειρότερα ότι η αγορασμένη αγάπη θα τους γεμίσει συναισθηματικά. Πλέουν στην δυστυχία εξαπατημένοι από τον ίδιο μύθο με τον οποίο εξαπατούν οι ίδιοι όσους εξαγοράζουν. Ότι το χρήμα ύστερα θα επι­σκευάσει τα πάντα.

Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για πολύ ισχυρούς ανθρώπους που ελέγχουν κοινωνικές διαδικασίες κλειδιά. Στο κείμενο «Τι συνέβη στην πρόοδο;» δείχνεται πώς λειτουργούν ήδη πολλές από αυτές τις δια­δικασίες. Με τρόπο ελάχιστα δημιουργικό έως και κατα­στροφικό, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Όμως αποδίδοντας χρήμα. Η οργή του πλούσιου απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη και η δυστυχία του, παίζουν σημαί­νοντα ρόλο στις επιλογές του και αυτό φέρνει το ανάλογο αποτέλεσμα.

Η έκταση της καταστροφής δεν είναι μικρότερη ωστόσο από αυτή που προκαλεί ο δυστυχισμένος κοινός άνθρω­πος. Δεν αρκεί δηλαδή να κρεμάσουμε τους πλούσιους για να σωθεί ή να αλλάξει ο κόσμος. Ο συνηθισμένος άν­θρωπος μπορεί να είναι μία ωρολογιακή βόμβα χωρίς να το ξέρει. Γιατί ο κοινός άνθρωπος δεν είναι ποτέ μόνος του. Ότι κάνει αυτός το κάνει συνήθως και μία μεγάλη πλειοψηφία που βρίσκεται στην ίδια μοίρα μ’ αυτόν. Αν είναι δυστυχισμένος ο κοινός θνητός δεν θα νοιάζεται για τα κοινά καθόλου περισσότερο από τον πλούσιο. Αυτό σε γενική εφαρμογή μπορεί να φέρει το χάος το ίδιο γρήγορα και καταστροφικά όσο οι αποφάσεις ενός ισχυρού ανθρώ­που από τον οποίο εξαρτώνται πολλά.

Σε μία κοινωνία όπου η ευτυχία δεν θεωρείται σημα­ντικός δείκτης ευημερίας, κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτήν. Όλοι ασχολούνται με αυτό που θεωρείται αντιπροσωπευτι­κός δείκτης ευημερίας, το χρήμα. Στο μεταξύ η δυστυχία, σε κάθε επίπεδο, πλούσιων και φτωχών, είναι αυτή που καθορίζει την πραγματική ευημερία. Αν θα έρθει και πόση θα είναι. Καταστρέφοντας σε κάθε επίπεδο τις επιλογές που θα μπορούσαν να την φέρουν.

Τα κείμενα που ακολουθούν περιγράφουν την δραμα­τική ιδιαιτερότητα της σημερινής φάσης εξέλιξης. Σε συ­στήματα, μόδες, απόψεις και συνθήκες. Στο κείμενο «Εγώ και ο κλώνος μου» δείχνεται η καλύτερη πιθανή έκδοση εξέλιξης που μπορεί να επιτύχει το ισχύον σύστημα αν καταφέρει να μην αυτοκαταστραφεί. Στον «Νόμο της ανα­γκαστικής κατανάλωσης» ωστόσο δείχνεται ότι υπάρχει ασφαλής τρόπος μετάβασης από το ισχύον μοντέλο της συσσώρευσης χρήματος στο επόμενο μίας ενεργειακής οι­κονομίας.  Αρκεί να επιλεγεί.

Πολλά κείμενα κριτικάρουν με διάφορους τρόπους την κοινωνική εκπαίδευση που προηγήθηκε και η οποία είναι η πλέον σημαντική σε κάθε είδους επιλογές. Υπάρχει αυτή η γενικευμένη εντύπωση σήμερα, της καταδικασμέ­νης στην αυτοκαταστροφή ανθρώπινης φύσης. Όμως αυτό έχει μεγαλύτερες πιθανότητες από οτιδήποτε άλλο να είναι μία δημιουργημένη εντύπωση. Μόνο αν είμαστε καταδι­κασμένοι τότε τίποτα από όσα θα χαλάσουμε δεν πειράζει πραγματικά.

Είναι μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αφού δεν θα πειράζει τίποτα τότε μπορούμε όλοι ελεύθερα να χαλά­σουμε ο καθένας κι από κάτι προκειμένου να βγάλουμε χρήματα. Αν το κάνουμε στην πλειοψηφία μας αυτό, τότε θα καταστραφούμε οπωσδήποτε και η προφητεία θα επα­ληθευτεί. Όμως θα έχουμε αλλάξει για να την επαληθεύ­σουμε, ακριβώς επειδή υποτίθεται ότι όλα είναι καταδικα­σμένα, αλλιώς προφανώς καμία καταστροφή δεν θα συνέ­βαινε.

Η αλήθεια είναι ότι αν η ανθρώπινη φύση ήταν έτσι στην πλειοψηφία της δεν θα είχαμε φύγει ποτέ από τις σπηλιές. Μάλιστα το ίδιο θα είναι το αποτέλεσμα οποτε­δήποτε γίνουμε έτσι στην πλειοψηφία μας. Θα γυρίσουμε στις σπηλιές. Το να εξαγοράζεσαι και να συμπλέεις με τους δυνατούς δεν είχε ποτέ κινδύνους ούτε καμία ιδιαί­τερη δυσκολία. Δεν αποτελεί πρόκληση επιτυχίας ικανο­τήτων ή εξυπνάδας, είναι λύση απελπισίας.

Αν ενεργήσεις σωστά θα βγάλεις πολλά χρήματα, χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο και κανείς δεν θα σε πιάσει. Όσο κινεί­σαι μεταξύ ημετέρων μάλιστα, κανείς δεν πρόκειται να σε θίξει καν. Όμως προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να είσαι απέραντα δυστυχισμένος. Και να θέλεις να παραμείνεις. Κάνοντας όλα όσα πρέπει να κάνεις για να θεωρείσαι σή­μερα από τους άλλους επιτυχημένος έξυπνος και νικητής.

Τα διηγήματα, πέραν του ότι παρέχουν ένα ευχάριστο διάλειμμα στην θεωρητική τεκμηρίωση, επιλέχθηκαν σαν τρόπος γραφής επειδή δείχνουν έντονα, από τη θέση του υποκειμένου,  αυτή τη εσωτερική σύγκρουση. Ανάμεσα σε όσα ενδόμυχα και αυθόρμητα θα επέλεγε κανείς και τι τελικά επιλέγει υπό πίεση. Προκειμένου να μοιάζει κάπως ή να θεωρείται κάτι.

Δείχνουν επίσης πόσο δραματικά μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα  της ίδιας κατάστασης η οπτική μέσα από την οποία επιλέγει ο καθένας να βλέπει. Προς την οποία φαι­νομενικά μπορεί να μην τον υποχρεώνει κανείς, όμως, αν η κοινή γνώμη είναι έτσι, τότε ίσως τον πιέζουν προς τα εκεί τα πάντα. Δείχνοντας σε περίληψη ότι κανείς δεν θα σου επιτρέψει εύκολα να είσαι ευτυχής, μέσα σε ένα δυ­στυχισμένο κόσμο.

Τα περισσότερα διηγήματα είναι αληθινές ιστορίες με αλλαγμένα τα στοιχεία που θα παρέπεμπαν σε υπάρχοντα πρόσωπα και πράγματα. Τα διηγήματα «Εγώ και ο κλώνος μου» και το «Σ’ αγαπώ μπιπ» είναι καθαρόαιμα μυθιστο­ρηματικά όμως πραγματεύονται το ίδιο αντικείμενο. Την δραματική σημασία της προσωπικής θέσης στην εξέλιξη οποιασδήποτε κατάστασης. Και στις αποδόσεις της.

Το ομώνυμο διήγημα, «Το δίλημμα του πολιτισμού» δείχνει στην πράξη αυτό που περιγράφεται εδώ θεωρη­τικά. Την αγωνία της ύπαρξης, την ανάγκη ενός πραγμα­τικού και αληθινού νοήματος στη ζωή όπως την βιώνει ο κάθε ένας σημερινός απλός άνθρωπος.

Τέλος το παραμύθι «Σχέσεις στοργής» δείχνει πόσο η ανάγκη μπορεί να διαστρεβλώσει ακόμη κι αυτή την έν­νοια της ευτυχίας. Όμως επίσης ότι ποτέ δεν την καταργεί τελείως. Στην πρώτη ευκαιρία που μπορούν να αλλάξουν οι συνθήκες σχεδόν αμέσως την αναγνωρίζουμε την ευτυ­χία και την απολαμβάνουμε πάλι. Αλληγορικά το παρα­μύθι αυτό μπορεί να είναι η πορεία της ανθρωπότητας από την ανάγκη και όλα όσα αυτή υπαγόρευε, σε έναν πολιτισμό ευδαιμονίας.

 Προσωπικά το δίλημμα του πολιτισμού μου έχει στε­ρήσει μέχρι σήμερα την δυνατότητα του πλούτου όπως και το αγαπημένο μου επάγγελμα. Δεν υπάρχει καλύτερο επάγγελμα από την συγγραφή.

Σε ένα πανέμορφο νησάκι του Αιγαίου, με την βεράντα πάνω από την ακροθαλασσιά, στο κτήμα που εκεί, στην ερημιά, θα είναι και μεγάλο και φθηνό, χωρίς πίεση χρό­νου, τόπου ή υπέρογκων χρηματικών αναγκών, γράφεις. Όμορφες ιδέες, σκέψεις που μπορούν να φτιάξουν έναν όμορφο κόσμο. Να τον κάνουν πραγματικά επιτυχημένο ή απλά λίγο πιο χαρούμενο. Στέλνεις τα κείμενα με το Ιντερνέτ, και ελέγχεις την αμοιβή στον τραπεζικό λογαρια­σμό. Και βγάζεις χρήματα έτσι, παίζοντας αυτό το ρόλο και όχι κάποιον άλλο.

Αυτές τις προδιαγραφές τις στερήθηκα για πολλά χρό­νια επειδή ακριβώς το επάγγελμά μου, όπως όλα τα επαγ­γέλματα, και η συγγραφική έχει δύο τρόπους να αποδώσει χρήματα και δεν έχουν σε κάθε εποχή εξ ίσου ζήτηση και οι δύο. Σε κάθε περίπτωση δεν πάς στο συνέδριο των Ναζί να μιλήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν τους εν­διαφέρει δεν πρόκειται να σε πληρώσουν για την εργασία σου ίσως μάλιστα κινδυνέψεις κιόλας, ανάλογα πόσο θα τους εκνευρίσεις.

Μία τέτοια οικονομική πραγματικότητα για τους συγ­γραφείς βέβαια υφίσταται μόνο σε περιόδους δικτατορίας. Σήμερα δεν ζούμε σε δικτατορία. Ζούμε σε έναν υπέροχο ελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο, όπου όλες οι απόψεις εκφράζονται, όλο επιτυχία και λάμψη. Στο μεταξύ βέβαια η μόνη περίπτωση να ζήσουμε πραγματικά έτσι, ελεύθερα δημοκρατικά και ποιοτικά είναι να μπορούμε να πληρο­φορηθούμε κατ’ αρχήν τι είναι διαφήμιση και τι πραγμα­τικότητα από όσα ήδη ζούμε.Από μία άποψη λοιπόν πρόκειται ίσως για ένα μικρό θαύμα το ότι διαβά­ζετε αυτό το βιβλίο τώρα.

Ο Νόμος της Αναγκαστικής Κατανάλωσης

Το καλοκαίρι που πέρασε με ένα κλιματιστικό έπαιρνες δώρο και άλλα δύο. Μόλις τον προηγούμενο χρόνο τα  κλιματιστικά ήταν 35% ακριβότερα και έδιναν δώρο μόνο άλλο ένα. Φαίνεται σαν τα πράγματα να γίνονται ολοένα και καλύτερα για τους καταναλωτές. Δυστυχώς για τα τω­ρινά τρία κλιματιστικά θα πρέπει ακόμη ο καταναλωτής να πληρώσει το ένα, με το οποίο θα πάρει τα υπόλοιπα δώρο. Κι αυτοί που μπορούν να πληρώσουν αυτό το ένα κλιματιστικό, παρά τα τόσα δώρα, μειώνονται καθημερινά.

Μόλις ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του άρθρου « Η επανάσταση έχει αρχίσει», η κατασκευασμένη, όπως όλοι λένε πλέον, άνοδος του χρηματιστηρίου, μοίρασε πολύ χρήμα σε πολύ κόσμο. Ήταν μία χαρούμενη εποχή. Αυτοί που κέρδισαν ήταν αρκετοί και αγόρασαν πολλά σπίτια, αυτοκίνητα, ψυγεία, τηλεοράσεις, βίντεο και στερεοφω­νικά. Κάποιοι δηλαδή κατανάλωσαν αντί κανένας, όπως ήταν έως τότε η απαισιόδοξη πρόβλεψη.

Όμως η άνοδος, για έξι μήνες, των χρηματιστηρίων, ήταν μόνο μια διεγερτική ένεση που ζωντάνεψε προς στιγμή τον ετοιμοθάνατο. Το χρηματιστηριακό σύστημα έσπευσε να ξανακερδίσει αυτά που «προσέφερε» και τα χρηματιστήρια μπήκαν σε μία ακόμη πενταετή ύφεση κατά την διάρκεια της οποίας έχασαν χρήματα πολλοί πε­ρισσότεροι από όσους κέρδισαν τότε ή θα κερδίσουν στο επόμενο στημένο ολιγόμηνο ράλι. Έτσι η αγορά επανήλθε σιγά σιγά στη συνηθισμένη της κινητικότητα, δηλαδή το κώμα.

Φυσικά τα πράγματα φτηναίνουν και για ένα κλιματι­στικό οι εταιρίες πλέον προσφέρουν γη και ύδωρ στον κα­ταναλωτή. Αλλιώς θα πρέπει να κατασκευάσουν τεράστιες χωματερές για όσα προϊόντα δεν πουλάνε ή να κλείσουν τεράστιες αλυσίδες παραγωγής για να μην παράγουν τόσα. Αν κάνουν το δεύτερο θα αφήσουν ακόμη περισσότερους άνεργους,  και σε αδυναμία να αγοράσουν πλέον, κατανα­λωτές.

Στενεύουν λοιπόν τα όρια του παιχνιδιού του πλουτι­σμού και κατά συνέπεια αυξάνουν οι παράπλευρες απώ­λειες. Σε λίγο ο καταναλωτής για να αγοράσει το ένα κλι­ματιστικό (με το οποίο μπορεί πλέον να του δίνουν δώρο και άλλα δέκα) θα χρειάζεται να του κάνουν δώρο και τα χρήματα γι’ αυτό το ένα.  Κι εκεί το πρόβλημα ξαναγυρίζει στη ρίζα του: που είναι τα χρήματα;

Ενώ έχουν θεσπιστεί χίλιοι νόμοι, οργανισμοί θεσμοί και τρόποι ώστε μία συντριπτική μειοψηφία να μπορεί να συγκεντρώνει το χρήμα από τις μάζες, δεν έχει θεσπιστεί ακόμη ούτε ένας νόμος που να αναγκάζει το χρήμα να κυ­κλοφορεί. Είναι τόσο αδιανόητο που ακούγεται παράξενο ακόμη και να απορεί κανείς που μία τέτοια νομική και κοινωνική δικλείδα δεν υφίσταται. Σου λέει αφού το άρπα­ξαν χαλάλι τους, θα το κάνουν ότι θέλουν. Την ίδια στιγμή είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι σαν πολιτισμός έχουμε εφεύρει χίλιους τρόπους για να θερίζουμε και κανέναν για να σπέρνουμε.

Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό που φαινομενικά δείχνει σαν πρόβλημα των φτωχών; Η αναδιανομή του χρήματος; Προφανώς αν το χρήμα αιωνίως συγκεντρωνό­ταν και ποτέ δεν ξανακυκλοφορούσε, η παγκόσμια οικο­νομία θα είχε πάθει έμφραγμα εδώ και πάρα πολλά χρό­νια. Πριν από αυτό κάποιοι θα ήταν μυθικά πλούσιοι βέ­βαια όμως τι σημασία έχει;

Στην  πραγματικότητα λοιπόν ο πολιτισμός μας όχι μόνο διαθέτει την δικλείδα της αναδιανομής, την χρησι­μοποιεί μάλιστα συχνά για την αποσυμπίεση της συγκέ­ντρωσης του χρήματος. Αυτό όμως δεν συμβαίνει οργανω­μένα και επειδή το σκεφτήκαμε, συμβαίνει πάντα από μόνο του και δια της βίας. Η κουλτούρα του πολιτισμού μας έχει συνηθίσει την ανακατανομή του χρήματος να συμβαίνει μόνο με επανάσταση, απάτη ή ληστεία. Αν δεν συμβεί έτσι, δεν θα συμβεί ποτέ.

Είναι αδιανόητο να βγούνε οι τράπεζες και να μοιρά­ζουν χρήματα στον κόσμο, ώστε να επιζήσουν έτσι χιλιά­δες βιομηχανίες, παραγωγοί και έμποροι που περιμένουν από την κατανάλωση όλου αυτού του κόσμου. Παρά το αδιανόητο, εύκολα διαπιστώνει κανείς πώς αν ένας τέτοιος νόμος υπήρχε προφανώς δεν θα χρειάζονταν αιματοχυσίες  και εγκλήματα προκειμένου να ρεύσει το χρήμα πάλι.

Δεν θα υπήρχαν τα δωρεάν κλιματιστικά ούτε τα κάθε λογής δώρα που προσφέρονται τα οποία κάποιος έχει ξο­δέψει πόρους για να τα κατασκευάσει. Σε κάποιο  σύ­στημα κοινωνικής οργάνωσης με πρόβλεψη για τη διαθε­σιμότητα του χρήματος είτε δεν θα κατασκευάζονταν κα­θόλου όλα αυτά είτε θα κατασκευάζονταν μόνο όσα χρει­άζονταν για να πουληθούν και όχι για να χαριστούν.

Η αιμορραγία αυτή τη φορά δεν είναι στους δρόμους όμως αυτό  μόνο φαινομενικά αλλάζει τη γενική εικόνα αφού όλοι αιμορραγούν πάλι, και στις φτωχογειτονιές και στα παλάτια.  Οι φτωχοί γιατί δεν έχουν χρήματα να αγο­ράσουν και οι πλούσιοι γιατί όσο οι φτωχοί δεν αγοράζουν εκείνοι δεν κερδίζουν. Πέραν όμως της αόρατης αυτής επανάστασης έχει προκύψει σήμερα και μία άλλη ιδιό­τυπη κατάσταση.

Μεγάλης κυκλοφορίας επιστημονικό περιοδικό ανέ­φερε ότι μέσα στο 2003 οι 358 πιο πλούσιοι άνθρωποι στη γη βγάζουν ετησίως, όσα βγάζει ο μισός πληθυσμός της γης. Είναι πολύ πιθανό να ισχύει. Οι μεγάλες εταιρίες μπορεί να πουλάνε πάμφθηνα προκειμένου να αντεπεξέλ­θουν στον ανταγωνισμό, όμως έχουν, ακόμη, τεράστια κέρδη.

Στην παραπάνω σύγκριση όλοι αυτοί που απαρτίζουν τον αναφερόμενο μισό πληθυσμό της γης είναι οι ασθενέ­στερες οικονομικά μάζες του παγκόσμιου πληθυσμού, το αντίθετο θα ήταν αδύνατο να συμβεί. Μάζες που κατανα­λώνουν όλα όσα βγάζουν για να ζήσουν. Αν ονομάσουμε την συνολική κατανάλωση αυτών των ανθρώπων Χ η κατα­νάλωση αυτή ισοδυναμεί με αυτήν που θα μπορούσαν να κάνουν οι 358 βαθύπλουτοι αν ξόδευαν και αυτοί όλα όσα βγάζουν. Αυτό όμως και να ήθελαν να το κάνουν είναι στην πραγματικότητα αδύνατον.

Αν πούμε ότι ο πληθυσμός της γης είναι περίπου 6 δις άνθρωποι, οι μισοί είναι 3 δις, οπότε αντιστοιχούν 8,379,888 άτομα στον κάθε έναν  από αυτούς τους 358. Οι βασικές ανάγκες επιβίωσης τώρα, δεν αλλάζουν με τον πλούτο. Έτσι ένας βαθύπλουτος δεν μπορεί να καταναλώ­σει όσο 8,379,888 άνθρωποι ούτε ημερησίως ούτε ετη­σίως. Ακόμα και έναν κόκκο ρύζι να ήταν μόνο σε θέση να αγοράσουν με τα πενιχρά τους εισοδήματα αυτοί οι 8,379,888 πάλι ο πλούσιος δεν μπορεί να φάει 8,379,888 κόκκους ρύζι. Όχι σε ένα γεύμα, ίσως ούτε σε όλη του τη ζωή.

Βέβαια αντικαθιστά το ρύζι με πιο ακριβά τρόφιμα. Αν πούμε λοιπόν ότι σε κάθε δέκα φτωχούς που τρώνε ρύζι αντιστοιχεί ένα κεφτεδάκι πάλι ο πλούσιος δεν μπορεί να φάει 837,988 κεφτεδάκια όχι σε μία μέρα, ούτε σε δέκα χρόνια ίσως. Με το ίδιο σκεπτικό δεν μπορεί να αγοράσει 25,000 αυτοκίνητα Mercedes  το χρόνο ούτε να κτίσει 10,000 σπίτια και να το κάνει αυτό κάθε χρόνο. Έτσι το χρήμα, το μισό χρήμα του πλανήτη, που πάει σ’ αυτόν από διάφορες πηγές, σιγά σιγά εξαφανίζεται. Δεν ξανα­βγαίνει στην αγορά. Ακόμα και πίνακες ή έργα τέχνης αν αγοράζει ακόμα και πανάκριβα κτήματα, το νόημα παρα­μένει το ίδιο. Το χρήμα δεν ξαναβγαίνει στην αγορά στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν σκεφτεί κανείς ότι οι άνθρωποι που είναι τόσο πλούσιοι ώστε να βγάζουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν είναι πάρα πολλοί περισσότεροι από 358. Ότι ίσως οι επόμενες 358 χιλιάδες άνθρωποι στην παγκόσμια κλίμακα του πλούτου είναι πάλι άνθρωποι που καταναλώνουν, ή αλλιώς ξοδεύ­ουν, πολύ λιγότερα από όσα βγάζουν με κάθε μορφή εξό­δου, από επενδύσεις έως σπατάλες.

Κι εδώ δημιουργείται το παμπάλαιο ερώτημα. Ποιο εί­ναι ακριβώς το πρόβλημα με τον πλούτο; Πάρα πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους πλουτίζουν με παράνομους τρόπους, εγκληματούν ίσως ή κάνουν πλείστες όσες κο­μπίνες, παρατυπίες, απάτες και δολιοφθορές προκειμένου να πλουτίσουν. Άραγε αυτό μόνο φταίει που ο κόσμος πα­ρουσιάζει αυτή τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη δυσαρμο­νία; Η οποία μόνο πρόσκαιρα παρέρχεται με κάποιον πό­λεμο, κρίση ή επανάσταση και ύστερα επιστρέφει δριμύ­τερη;

Αν αυτοί οι 358 , και πολλοί άλλοι με αρκετά λιγότερα όμως πάλι μεγάλα εισοδήματα, έβρισκαν ένα τρόπο να ξο­δέψουν τουλάχιστον το 90% των εισοδημάτων τους ετη­σίως θα ήταν άραγε τόσο κακό που είναι τόσο πλούσιοι; Κι ας μη τα ξόδευαν σε κοινωφελή έργα ή επενδύσεις που θα απέφεραν θέσεις εργασίας. Μήπως θα αρκούσε απλά και μόνο ότι αντί να τα έχουν στην τράπεζα να τα κοιτούν, θα τα ξόδευαν;

Δεν θα ήταν τόσο κακό ίσως τότε. Ούτε θα ήταν κακό που ένας τους θα μπορούσε να έχει, σε ένα κρεσέντο σπα­τάλης ας πούμε, είκοσι γυμνές θεές κάθε νύχτα να του κάνουν αέρα και ότι άλλο επιθυμεί. Δεν θα ήταν κακό γιατί όλες αυτές οι κυρίες, φορτωμένες με το χρήμα του κύριου, θα βγουν φυσικά κι αυτές κάποια στιγμή για να το ξοδέψουν. Και θα το κάνουν αυτό επίσης κάθε μέρα αφού κι εκείνος κάθε μέρα θα τις απολαμβάνει, αφού έχει αυτή τη δυνατότητα.

Έτσι όταν θα έρθει σε μένα που είμαι έμπορος μία από αυτές τις κυρίες για να εξυπηρετήσω κι εγώ μια μικρή της ματαιοδοξία, ας πούμε ένα υπερπολυτελείας ηλεκτρικό αυτοκίνητο για το παιδί της, δεν θα την ρωτήσω φυσικά ποια είναι και πώς τα έβγαλε για να κρίνω αν θα δεχτώ ή όχι να της το πουλήσω. Θα της το πουλήσω προθυμότατα.

Μάλιστα όσο πιο άνετη είναι εκείνη με τα λεφτά της τόσο πιο ακριβά θα της το δώσω. Αν τώρα αυτή χαρεί πολύ που την εξυπηρέτησα με τόση προθυμία και χαμό­γελο, θα μου στείλει και την φίλη της, που επίσης ξημε­ροβραδιάζε­ται στη βίλα του πλούσιου κυρίου και τα βγά­ζει κι εκείνη μπόλικα και εύκολα, για να πάρει ένα αντί­στοιχα ακριβό δώρο για το ανιψάκι της. Και θα την γδύσω κι εκείνη, όχι όπως ο πλούσιος βέβαια , αλλά οικονομικά και λιγάκι, τόσο όσο μου χρειάζεται κι εμένα για να πλου­τίσω κι εγώ λιγάκι και εύκολα.

Δεν είναι λοιπόν ο ίδιος ο πλούτος η συνθήκη που κά­νει την ζημιά ή δημιουργεί τις αναταραχές. Ο καθημερι­νός άνθρωπος δεν είναι δυστυχισμένος, ούτε θα ήταν ποτέ δυστυχισμένος επειδή δεν έχει, όχι είκοσι, ούτε μία πλη­ρωμένη θεά να του κάνει αέρα γυμνή κάθε βράδυ. Συνή­θως οι καθημερινοί άνθρωποι έχουν και καθημερινές ανάγκες. Δεν δυστυχούν αν δεν έχουν όσα έχει συνηθίσει να έχει ένας πλούσιος.

Ο Μπερλουσκόνι είπε ότι έχει ένα σπίτι στις Βερμούδες που το επισκέφθηκε μία φορά τα τελευταία τρία χρόνια. Κάποιος ευκατάστατος καθημερινός άνθρωπος έχει μία βιλίτσα στη Ραφήνα και την επισκέπτεται κάθε Σαββατο­κύριακο. Αν του χάριζες μία βίλα στις Βερμούδες μπορεί να αποκτούσε πρόβλημα για το πώς θα πάει εκεί και το πιθανότερο είναι να την πουλούσε ώστε με τα χρήματα αυτά να γλεντούσε με τους φίλους του κάθε Σαββατοκύ­ριακο στη Ραφήνα.

Παρατηρούμε ότι ο πλουτισμός οδηγάει σύντομα σε ένα όριο πέραν του οποίου εκ των πραγμάτων η κατανάλωση φθίνει. Επίσης τα χρήματα συνήθως γεννάνε χρήματα. Οι επενδύσεις λοιπόν που θα γίνουν από μία επιχείρηση αν υποθέσουμε ότι κάποιος θα ξοδέψει τα χρήματα εκεί, γεν­νάνε και άλλα χρήματα τα οποία πάλι μπορούν μόνο πε­ριορισμένα να ξοδευτούν. Ύστερα από το όριο αυτό πάλι τα υπόλοιπα χρήματα οδηγούνται αναγκαστικά στην απο­ταμίευση. Η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την αποχώ­ρηση του χρήματος από την αγορά.

Αν βράζουμε νερό μέσα σε μία χύτρα ταχύτητας σύμ­φωνα με τον νόμο των αερίων, όσο αυξάνει η θερμοκρασία θα αυξάνει η πίεση μέσα στην χύτρα. Αν η χύτρα δεν έχει διέξοδο για τον ατμό, κάποια στιγμή θα εκραγεί. Αυτό δεν θα γίνει επειδή είναι μία κακιά χύτρα, ή στη φύση των σωματιδίων του νερού εμπεριέχεται κάτι το διαβολικό.

Με την ίδια λογική η ανθρώπινη φύση απέναντι στην συγκέντρωση χρήματος αντιδρά πάντα με τον ίδιο τρόπο. Όταν ο ένας το συγκεντρώνει ο άλλος θέλει να του το πά­ρει. Αν η συνθήκη της συγκέντρωσης δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχαν και οι αντίρροπες δυνάμεις, δεν θα υφίστατο δη­λαδή το φαινόμενο της κοινωνικής σύγκρουσης το ίδιο αν η χύτρα, κάθε τόσο, άνοιγε μία βαλβίδα και αποσυμπίεζε το μίγμα της.

Οι κοινωνικές συγκρούσεις, επαναστάσεις, πόλεμοι και κάθε λογής εγκλήματα, το μόνο που τελικά κάνουν, παρά που φαίνονται σαν έξαρση ψυχοσυναισθηματικών και ηθικών διαφορών, είναι να επαναφέρουν μία πιο ανεκτή κυκλοφορία του χρήματος. Παρόμοια και η κατσαρόλα όταν εκρήγνυται, απλά αποσυμπιέσει τους ατμούς της, γι’ αυτό άλλωστε και η έκρηξη αυτή δεν διαρκεί για πάντα αλλά μόλις συμβεί, η αποσυμπίεση, το φαινόμενο παύει ακαριαία.

Στα κοινωνικά φαινόμενα τα διάφορα στάδια δεν φαίνο­νται να συμβαίνουν με χρονική διαδοχή τόσης μαθηματι­κής ακρίβειας. Δεν διαθέτουμε μετρητές ικανούς να με­τρήσουν με ακρίβεια συγκεκριμένες μετρήσεις  όπως ας πούμε την «θερμοκρασία του πλήθους» ή την οργή από την ανισοκατανομή πλούτου, που θα μπορούσαν να αντι­στοιχιστούν με τη θερμοκρασία του νερού μέσα στη χύτρα και την πίεση των ατμών. Αν ωστόσο διαθέταμε τέτοιους μετρητές, και αν ξέραμε συγκεκριμένα τα μέρη που δη­μιουργούν το φαινόμενο, θα ήμασταν σε θέση μάλλον, ακόμα και ένα τόσο περίπλοκο γεγονός όπως μία επανά­σταση ή έναν πόλεμο, να τον προβλέψουμε με μεγάλη χρονική ακρίβεια όπως επίσης θα μπορούσαμε, αν θέ­λαμε, να αποφύγουμε τελείως την έκρηξη παίρνοντας μέ­τρα προτού αυτή συμβεί. Θα χρησιμοποιούσαμε δηλαδή κάτι σαν κοινωνική βαλβίδα εκτόνωσης.

Αυτή η βαλβίδα είναι που λειτουργεί κάθε φορά που γίνεται μία επανάσταση, ένας πόλεμος ή μία ληστεία και γι’ αυτό οι επαναστάσεις οι πόλεμοι και οι ληστείες δεν κρατάνε για πάντα. Γιατί τα χρήματα αλλάζουν χέρια. Σε μία επανάσταση και σε έναν πόλεμο αυτό συμβαίνει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους και σε πολύ εκτετα­μένο επίπεδο. από τα λεφτά που παίρνουν οι σπιούνοι έως τα φάρμακα και την  ιατρική βοήθεια σε άτομα που μέχρι τότε δεν την χρειάζονταν τα λεφτά αλλάζουν χέρια σε πολ­λές περισσότερες συναλλαγές απ’ ότι τα όπλα, οι στρατοί και οι όροι συνθηκολόγησης του εκάστοτε ηττημένου. Τα χρήματα ή οι πόροι, ύστερα που αλλάζουν χέρια επιτέ­λους ξοδεύονται μιας και αυτοί που τα κλέβουν δεν τα εί­χαν μέχρι να τα πάρουν και φυσικά για να τα ξοδεύουν τα θέλουν τόσο πολύ που σκοτώνονται για να τα αποκτήσουν, όχι για να τα βλέπουν.  Εκεί η εκρηκτική κατάσταση πρό­σκαιρα ηρεμεί. Μέχρι να ξανασυγκεντρωθούν οι πόροι κάπου αλλού προκαλώντας την ίδια αντίδραση.

Τα διάφορα ιδεολογικά ή πολιτικά συστήματα όπως η δημοκρατία ο κομουνισμός ο σοσιαλισμός και άλλα ασχο­λούνταν πάντα με το πώς οι συνθήκες αυτές, που προκα­λούν την έκρηξη, θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Κτυ­πώντας υποτιθέμενα έτσι το πρόβλημα στη ρίζα του. Αν ας πούμε ήταν όλοι οι άνθρωποι ίσοι, θα έβγαζαν πάνω κάτω τα ίδια και θα είχαν τα ίδια δικαιώματα. Κατά συνέπεια, θεωρητικά πάντα, αν αυτό μπορούσε να επιτευχθεί, τότε η έκρηξη δεν θα συνέβαινε. Κι αυτό είναι αλήθεια, θα ήταν σαν να έχουμε νερό στη χύτρα το οποίο δεν έβραζε ποτέ.

Στην πραγματικότητα αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Πά­ντα κάποιοι θα είναι πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί. Κά­ποιοι πάντα θα επινοούν τρόπους για να κερδίζουν περισ­σότερα από άλλους ή απλά θα είναι πιο δυνατοί από αυ­τούς και θα μπορούν πιο εύκολα να το κάνουν. Με δεδο­μένη αυτή τη συνθήκη λοιπόν, ότι δηλαδή το νερό βράζει έτσι κι αλλιώς μέσα στη χύτρα, πρέπει να αντιμετωπί­σουμε αυτό το πρόβλημα ώστε να μην εκρήγνυται η κοι­νωνική χύτρα κάθε τόσο.

Ο κοινωνικός βρασμός ένεκα των ανισοτήτων δεν είναι ένα σκοτεινό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Η διαφορετικότητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της αν­θρώπινης φύσης που μας οδηγεί στην εξέλιξη. Αν όλοι ήμασταν ίδιοι, θα ήμασταν ίδιοι και χιλιάδες χρόνια πριν, με αποτέλεσμα ποτέ κανείς να μην προτείνει ή να κάνει κάτι άλλο, κάτι καινούργιο. Δεδομένου ότι δεν θα συνέ­βαινε τότε κάτι καινούργιο δεν θα συνέβαινε ποτέ, με απο­τέλεσμα σήμερα να είμαστε όλοι μαζί ακόμα στα σπήλαια.

Δεν είναι λοιπόν αυτό το χαρακτηριστικό της ανθρώπι­νης φύσης που οδηγεί στους πολέμους, στις επαναστάσεις ή την εκτεταμένη εγκληματικότητα κάθε μορφής που υπάρχει σήμερα. Αυτό που οδηγεί εκεί είναι ότι παράλ­ληλα με την τεχνολογία μας δεν έχουμε αναπτύξει ανά­λογα και τις διαδικασίες μας. Σαν να έχουμε κατασκευά­σει στο πέρασμα των αιώνων ένα υπερηχητικό αυτοκίνητο όμως εμείς έχουμε μείνει ακόμη στην εκπαίδευση για να οδηγάμε ποδήλατο.

Ο νόμος της αναγκαστικής κατανάλωσης λειτουργούσε πάντα αυτόματα κάθε φορά που συγκεντρώνονταν πόροι. Αμέσως συγκεντρώνονταν και οι αντίρροπες δυνάμεις που τους εποφθαλμιούσαν. Αν οι πόροι δεν διετίθεντο και εξα­κολουθούσαν να συγκεντρώνονται γινόταν πόλεμος, ο οποίος προκαλούσε εκ των πραγμάτων την κατανάλωση των πόρων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είτε επειδή κλέβο­νταν και καταναλώνονταν είτε επειδή καταστρέφονταν στην ίδια την έκρηξη.

Παλαιότερα μεσολαβούσαν μεγάλα διαστήματα για να δημιουργηθούν οι συνθήκες έκρηξης. Όσο παλαιότερα τόσο αργότερα συγκεντρώνονταν οι πόροι και τόσο αραιό­τερα γίνονταν οι πόλεμοι κατακτητικοί ή επαναστατικοί. Αυτό είναι και ο λόγος που όσο παλαιότερες ήταν οι αυτο­κρατορίες τόσο περισσότερο συνήθως διαρκούσαν. Όταν τέλος κάποια στιγμή γίνονταν οι κοινωνικές αναταραχές πάλι η ζημιά δεν ήταν πάρα πολύ μεγάλη, αφού τα όπλα δεν είχαν την σημερινή καταστροφική ισχύ.

Σήμερα υπάρχουν δύο παράλληλες συνθήκες που δη­μιουργούν πάρα πολύ εκρηκτική κατάσταση σύμφωνα με τον νόμο. Πρώτον ο πόλεμος αποφεύγεται από όλους μιας και τα οπλικά συστήματα δεν θα εκμηδενίσουν τον εχθρό πλέον αλλά ίσως το ίδιο το μέλλον. Τα οπλικά συστήματα και οι στρατιωτικοί μηχανισμοί καταναλώνουν κάποιους πόρους όμως είναι πολύ λίγοι σε σχέση με αυτούς που πρέπει πραγματικά να αναδιανεμηθούν. Γιατί, κι αυτή εί­ναι η δεύτερη σημαντική συνθήκη, ποτέ άλλοτε δεν εί­χαμε αυτή την καταπληκτική ικανότητα που υπάρχει σή­μερα, να μπορούμε να μεταφράσουμε σχεδόν κάθε υπαρ­κτό έμψυχο ή άψυχο πόρο, σε χρήμα. Αυτό συμβαίνει γιατί σήμερα οι ενεργειακές ανάγκες καλύπτονται ολοένα και περισσότερο από την πρόοδο της τεχνολογίας, με απο­τέλεσμα οι μέχρι χθες εκμεταλλευόμενοι πόροι για ενέρ­γεια και κίνηση, να γίνονται σήμερα ολοένα και περισσό­τερο καθαρό χρήμα.

Δυστυχώς μαζί με όλες τις άλλες εξελίξεις, δεν έχει προκύψει κάποια εξέλιξη στην γενικότερη κοινωνική φι­λοσοφία ώστε να πάμε κάπου με αυτό το υπέροχο υπερη­χητικό αυτοκίνητο, αντί να συντριβούμε μαζί του οδηγώ­ντας το σαν να ήταν ποδήλατο. Προφανώς για τις μέχρι χθες συνθήκες το να ξαναμοιράζεται το χρήμα από αυτούς που το έχουν κατακτήσει και συσσωρεύσει είναι κάτι αδιανόητο. Όμως τότε η συσσώρευση πόρων δεν ήταν η σημερινή. Οι πόροι κάλυπταν ακόμη  ανάγκες έστω και ματαιόδοξες. Σήμερα οι ματαιόδοξες ανάγκες έχουν κα­λυφθεί ακόμα και για τα τρισέγγονα αυτών που συσσω­ρεύουν το χρήμα. Όλη η υπόλοιπη συσσώρευση συμβαί­νει από μόνη της και καταλήγει  αναγκαστικά απλό χρήμα, δηλαδή τίποτα.

Την ίδια στιγμή ο νόμος λειτουργεί και προκαλεί  την αναγκαστική κατανάλωση. Όσο δυσκολότερα λοιπόν  βρί­σκονται τα χρήματα για το πρώτο κλιματιστικό επειδή η πλούσιοι παραπλούτισαν θα αρχίσει αναγκαστικά να κα­ταναλώνει τα αποθέματα του ο πλούσιος προσφέροντας κι άλλα κλιματιστικά δώρο μπας και κάποιος από όσους δυ­σκολεύονται τελικά αγοράσει. Ο ανταγωνιστής του τώρα, προκειμένου να πείσει τους ίδιους αδύναμους καταναλω­τές θα κάνει το ίδιο με αποτέλεσμα να προσφέρουν και οι δυο τους ολοένα και περισσότερα δώρα. Η κατανάλωση δηλαδή των αποθεμάτων τους θα γίνει έτσι κι αλλιώς από συνθήκες ανεξάρτητες από τους ίδιους και τις τεχνικές πωλήσεων που έχουν.

Ίσως βέβαια είναι μια πρόοδος αυτή, ότι δηλαδή αυτή τη φορά αντί να πολεμάνε και να σκοτώνονται οι λαοί, πο­λεμάνε οι πλούσιοι μεταξύ τους και αλληλοσκοτώνονται.  Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει ουσιαστική πρόο­δος. Οι πόροι καταστρέφονται σε κοινωνικές διαδικασίες  που είναι αντιδημιουργικές και ασύμφορες. Οι πλούσιοι τους συσσωρεύουν και στην συνέχεια τους καίνε με τον ένα ή τον άλλο μάταιο και ασύμφορο ακόμη και για τους ίδιους τρόπο. Αυτό εμποδίζει την γενικότερη εξέλιξη και δεν αποτελεί εξελιγμένη φιλοσοφία κοινωνικής αντίληψης.

Για χιλιετηρίδες η ανθρώπινη σκέψη εστίασε στο πώς θα κάνει τους ανθρώπους πιο ίσους, πιο ειρηνικούς, πιο καλούς. Ίσως είναι καιρός να αφήσουμε πίσω μας αυτό το μοντέλο υποκρισίας. Στην πραγματικότητα όλα γίνονταν πάντα για τους πόρους. Παλαιότερα που οι πόροι ήταν απαραίτητοι για  χρήση, αποτελούσαν κτήση και συσσω­ρεύονταν για λόγους ασφάλειας και διατήρησης του πλού­του. Ήταν αδιανόητο κάποιος που κόπιαζε, σκότωνε και ρίσκαρε για να τους κατακτήσει στην συνέχεια να τους μοιράσει.

Σήμερα, που οι πόροι υπερεπαρκούν και έτσι εκ των πραγμάτων δεν χρησιμοποιούνται, μετατρέπονται αναγκα­στικά σε χρήμα τον μόνο τρόπο με τον οποίο θα μπορού­σαν να εξακολουθήσουν να είναι κτήση. Το πρόβλημα που φαίνεται ιδεολογικό στην ουσία είναι απλά πρόβλημα εξέ­λιξης. Η οικονομική και τεχνολογική υποδομή παρέχει δυνατότητες και υπερεπάρκεια πόρων χωρίς να έχει εξελι­χθεί ανάλογα η κοινωνική αντίληψη που μπορεί να χειρι­στεί τις σημερινές συνθήκες με ασφάλεια.

 Έτσι εξακολουθούμε να επικεντρώνουμε στο αν κά­ποιος απέκτησε τον πλούτο του δίκαια ή άδικα αντί για το αν και κατά πόσο τον καταναλώνει. Που είναι και αυτό που καθορίζει τις εξελίξεις. Θα πει κανείς δεν έχει σημα­σία αν κάποιος πουλάει όργανα δολοφονημένων μετανα­στών για να πλουτίσει; Έχει. Όμως είναι μικρότερη κοινω­νική ζημιά αν αυτός ο κάποιος αναγκάζεται στη συνέχεια να ξοδεύει το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων του και του απαγορεύεται να το συσσωρεύει. Γιατί σε γενικευμένη εφαρμογή αυτό το μέτρο θα έχει δώσει ήδη τόσο χρήμα στις αγορές που ίσως αυτός ο κάποιος να μην χρειάζεται πλέον να κάνει αυτή τη δουλειά, να πουλάει δηλαδή όρ­γανα δολοφονημένων μεταναστών, για να προκόψει.

Σε μία αγορά που νοσεί γενικά, όλα τα επιμέρους συ­στήματά της νοσούν επίσης. Αντίθετα σε μία αγορά που υπάρχει χρήμα, βρίσκονται χίλιοι τρόποι να το μαζέψεις. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρόπους όλοι θα προτιμήσουν αυ­τούς που δεν θα συνεπάγονται ταυτόχρονα κίνδυνο από επιπλοκές με το νόμο ή ακόμη και για την ίδια τους τη ζωή, κίνδυνοι που ισχύουν για όλους τους εγκληματίες.

Όσο κάποιος συσσωρεύει χρήμα τόσο αυξάνονται οι συνθήκες που θα τον αναγκάσουν να το καταναλώσει. Αν υπολογίσουμε αυτή τη πραγματικότητα, ότι δηλαδή η αναγκαστική κατανάλωση θα συμβεί έτσι κι αλλιώς, είναι εύκολο στην συνέχεια να θεσπίσουμε τους ανάλογους νό­μους που να εξαναγκάζουν σε κατανάλωση και να απο­τρέπουν την συσσώρευση. Φυσικά μετά που κάποιος θα ξοδέψει το χρήμα του πάλι θα του το πάρουν κάποιοι. Όμως έχει τεράστια διαφορά να το ξοδεύεις όπως θέλεις από το να το χάνεις έτσι κι αλλιώς από διαδικασίες που προκύπτουν αναγκαστικά και τις οποίες δεν μπορείς να ελέγξεις.

Σχέσεις στοργής !

Ένα μικρό βατραχάκι το πέταξαν στην έρημο και το εγκατέλειψαν εκεί. Αμέσως εκείνο άρχισε να τρέχει προς αναζήτηση τροφής, νερού και στέγης. Άρχισε να τρώει τα πάντα  αδιαφορώντας αν ήταν χρήσιμο ή όχι. Έτσι κι αλ­λιώς δεν ήξερε τίποτα  από κείνα τα μέρη και, όπως ήταν μικρό, δεν ήξερε ούτε τι ήταν χρήσιμο και τι όχι. Η κοιλιά πρόσταζε, και έπρεπε να γεμίσει.

Μετά από μερικές μέρες ανακάλυψε  μια γούρνα γε­μάτη σκατά. Τι αποκρουστική μυρωδιά! Το βατραχάκι ωστόσο σκέφτηκε πως με τέτοια μπόχα δεν θα πλησίαζε τίποτα κοντά και ότι αν έμενε εκεί  η  ασφάλεια του είχε ρυθμιστεί. Παρ όλα αυτά σε λίγο διαπίστωσε πως αν ξεμύ­τιζε για να βρει τροφή, τον περίμεναν τα φίδια της ερήμου και ο καυτός ήλιος. Έτσι μη έχοντας τι άλλο, άρχισε να τα τρώει σιγά σιγά.

Ακολουθώντας τη μυρωδιά από κάτι βαθουλώματα κά­ποια στιγμή ανακάλυψε ότι τα σκατά ανήκαν σε μία κα­μήλα που καθόταν παρακάτω. Την πλησίασε και η κα­μήλα έδειξε από την αρχή ότι δεν έτρωγε βατράχους.

«Ωραία», σκέφτηκε ο βάτραχος, «αυτή ξέρει τα μέρη θα ξέρει και που θα βρούμε νερό».

Έτσι άρχισαν να ταξιδεύουν μαζί στην έρημο. Έχεζε η καμήλα, κοιμόταν ήσυχος ο βάτραχος προστατευμένος από τη μυρωδιά, έτρωγε και όποτε διψούσε έπινε τα ούρα της καμήλας. Ύστερα από λίγο καιρό είχε απηυδήσει. Άθλια κατάσταση σκεφτόταν, πόσο θα πάει. Η καμήλα μονίμως γυρνούσε στην έρημο, και τίποτα δεν έδειχνε ότι σκεφτόταν να την εγκαταλείψει. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει ο βάτραχος.

Κάποια στιγμή η καμήλα πλησίασε σε μία όαση. Ο βά­τραχος όπως καθόταν δίπλα στις καβαλίνες πάντα φρο­ντίζοντας για ασφάλεια έβλεπε την όαση όπου είχε τραβή­ξει η καμήλα και ζύγιζε τις δυνάμεις του. Φτάνω δεν φτάνω; Ίσαμε να το αποφασίσει, είχε εν τω μεταξύ γυρίσει η καμήλα από την όαση και έπαιρνε δρόμο πάλι για την έρημο. Μπρος στην απελπισία του να σου ο βάτραχος πάλι από το πλάι την καμήλα και οι δυο τους στη μέση της ερήμου.

 

Είχε πέσει στη μαύρη θλίψη. Ο βάτραχος είχε αρχίσει να μισεί την καμήλα, παρά που στην αρχή την είχε δει σαν ευλογία. Έκανε όλο σχέδια. Μια επινοούσε ιστορίες για να φτάσουν κοντά στην όαση βράδυ ώστε με τα πολλά να καταφέρει να φτάσει, την άλλη προσπαθούσε να καβα­λήσει στην καμήλα όταν εκείνη έπαιρνε δρόμο για τους φοίνικές. Τίποτα δεν έπιανε. Η καμήλα ενοχλούταν και τον πέταγε κάτω.

–   Όλα καλά όμως όχι και να σε κουβαλάω ε; του έλεγε.

Κάποια στιγμή η καμήλα κατάλαβε πως ο βάτραχος κοίταζε πως να την κοπανήσει όμως δεν είπε τίποτα. Απλά πρόσεχε να μην πλησιάζει πολύ στην όαση.

«Τι αγνώμων» σκεφτόταν για το βάτραχο. Τόσο καιρό βολεύεται, και είναι και η παρέα μου, τώρα όλο πως θα φύγει τον νοιάζει. Πολλές φορές σκέφτηκε να τον πατήσει, για να τον τιμωρήσει, έτσι κατά λάθος, όμως δεν το έκανε. Γιατί στο μεταξύ η καμήλα τον είχε αγαπήσει, τον βά­τραχο που ήταν η μοναδική της παρέα μέσα στην έρημο.

Πολλές φορές καυγάδιζαν. Ο βάτραχος διαμαρτυρόταν, φούσκωνε και φώναζε. Έβριζε την καμήλα με τα χειρότερα λόγια μήπως κι αυτή φιλοτιμηθεί. Εκείνη δεν φαινόταν να ιδρώνει τ’  αφτί της. Του έλεγε και τι θα κάνεις άμα πάς στην όαση; Εκεί δεν έχει άλλους βατράχους.

Και τα σκατά και τα ούρα; Αυτά που τα πάς; της αντα­παντούσε αυτός.

Έλα μωρέ τον απόπαιρνε εκείνη. Τόσο καιρό έτοιμα τα βρίσκεις, εκεί θα είχες πεθάνει από μοναξιά.

Όπως ήταν ασθενικός από την «καλή» διατροφή, γρή­γορα εξαντλιόταν κι έπεφτε ημιθανής ο βάτραχος από την προσπάθεια και την τσαντίλα, σταματούσε τον καυγά και τον έπιανε το παράπονο.

–   Νερό, νερό, Θεέ μου κάνε κάτι !

Τότε η καμήλα για να του δείξει πόσο πολύ τον φρο­ντίζει κατουρούσε απάνω του, παρέχοντάς του ένα ιδιό­τυπο ντους, και ο βάτραχος μέσα στη παραζάλη του ήταν πολύ ευτυχισμένος.

Κάποια μέρα ο βάτραχος συνέλαβε το φοβερό σχέδιο. Όταν κοιμόντουσαν θα έμπαινε μέσα στον κώλο της κα­μήλας. Εκείνη την άλλη μέρα που θα πήγαινε πρωί, όπως πάντα, στην όαση, θα νόμιζε πως τον είχε φάει κάποιο ερ­πετό. Μέσα στον πισινό της, μαζί με τα υπόλοιπα σκατά, δεν θα αντιλαμβανόταν εκείνη ότι εκεί ήταν ο βάτραχος. Ήταν ένα αηδιαστικό σχέδιο, όμως δεν φαινόταν άλλη λύση. Στο κάτω κάτω μία ζωή με την καμήλα τα σκατά της έτρωγε είχε συνηθίσει.

Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα η καμήλα αναζήτησε το βάτραχο και δεν τον βρήκε. Φώναξε από δω φώναξε από κει τίποτα ο βάτραχος. Απογοητευμένη κίνησε για την όαση, αφού ψάχτηκε καλά στο σώμα της μπας και είχε χωθεί πουθενά ο βάτραχος και της έκανε πονηριά.

Όταν έφτασε στην όαση πρώτα ήπιε νερό. Ύστερα πήγε παραδίπλα σε έναν φοίνικα να τα κάνει. Εκεί χλούπ βγαί­νει κι ο βάτραχος μέσα στις καβαλίνες. Αφηρημένη η κα­μήλα στην απασχόληση, δεν τον πρόσεξε αμέσως. Μέχρι να πετάξει τα σκατά από πάνω του όμως ο βάτραχος η καμήλα είχε τελειώσει και τον είδε. Τότε ο βάτραχος έδωσε ένα σάλτο και να’ τον μέσα στο γάργαρο νεράκι για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια.

Την καμήλα την έπιασε μανία. Χωρίς να προσέξει και βρίζοντας ολοένα το βάτραχο προσπαθούσε να τον φτάσει με την οπλή της. Απειλούσε ότι θα πέσει μέσα να τον πιά­σει, όμως η ίδια ήξερε ότι δεν ξέρει κολύμπι. Σε κάποια στιγμή μέσα στη λύσσα της πατάει τις καβαλίνες της τρώει μία τούμπα και να’ την μέσα στη λίμνη.

Γέλαγε ο βάτραχος όσο την έβλεπε πώς χτυπιότανε. Μετά κατάλαβε πως πνίγεται και προσπάθησε να τη σώσει. Πώς μπορεί όμως να τραβήξει ένας βάτραχος μία ολό­κληρη καμήλα που πήγε κι έπεσε μέσα σε μία λίμνη; Κά­ποια στιγμή λοιπόν εκείνη πήγε στο πάτο και αυτό ήταν.

 

Νύχτωσε κι ο βάτραχος κλαίει. Γύρω του η παγωμένη σιωπή της ερήμου του θυμίζει τη φίλη του τη καμήλα που είναι στο πάτο της λίμνης. Μαζί θα ζήσουμε, σκέφτεται, εκείνη πτώμα κι εγώ μόνος. Βρήκα νερό, βρήκα τροφή, όμως θα πεθάνω από μοναξιά. Θυμάται τις κουβέντες τις καμήλας όταν του έλεγε ότι είναι ένας άχρηστος και σκέ­φτεται μήπως είχε δίκιο τελικά. Ένας ηλίθιος βάτραχος που ενώ τίποτα δεν μπορούσε να κάνει, διαμαρτύρεται από πάνω και φωνάζει.

Δίκιο είχε η καμήλα, σκέφτεται ο βάτραχος και όλο κλαίει. Εκείνη με τα σκατά της με έσωσε ενώ εγώ δεν μπόρεσα να τη σώσω. Παρηγορείται λίγο στη σκέψη ότι αν η καμήλα δεν ήθελε να τον πατήσει, κι αν ήθελε να ήταν φίλοι δεν θα είχε γλιστρήσει πάνω στις καβαλίνες της και θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Θα τον είχε αφήσει χρόνια τώρα στην όαση και θα περνούσε να τα λένε. Δεν θ’  άλ­λαζαν και πολλά πράγματα όμως θα έπινε νεράκι θα έτρωγε ζουζουνάκια και το κυριότερο, εκείνη δεν θα ήταν τώρα στο πάτο της λίμνης και θα είχε κι ένα φίλο.

Όσο κι αν το φιλοσοφούσε όμως, μόνος του  εκεί στη μέση της ερήμου, όλο και κατηγορούσε τον εαυτό του. Δεν είχε και τίποτε άλλο να κάνει. Μια τον κατηγορούσε μια συμφιλιωνόταν μαζί του, κι έτσι πέρναγε η ώρα.

 

 

–   Αχ, μαμά, κοίταξε ένα ωραίο βατραχάκι, είπε η κόρη του εξερευνητή της ερήμου που είχε πάει την οικογένεια εκδρομή. Πώς έπεσε εδώ το καημένο;

–   Θα το πάρουμε στο ποτάμι, δίπλα στο σπίτι, είπε η μη­τέρα της αν θέλεις, αρκεί να το φροντίζεις στη διαδρομή να μην πεθάνει.

Ο βάτραχος έπαθε μεγάλο στρες μέσα στο αυτοκίνητο παρέα με τους ανθρώπους. Κάπως έτσι είχε αρχίσει όλη αυτή η αλλόκοτη περιπέτεια κάποτε, χρόνια πριν. Κάποιο κοριτσάκι είχε μισήσει πολύ το βάτραχο που δεν καθόταν να παίξει μαζί της, που όταν τελικά τον έπιασε τον είχε πάει και τον είχε παρατήσει στην έρημο. Όμως αυτή τη φορά φαίνονταν να τον πηγαίνουν πίσω.

Κάπου στη μέση της ερήμου τα ζωύφια του νερού τρώνε τα υπολείμματα μίας καμήλας που έχει πνιγεί στη λίμνη μιας όασης. Η μνήμη του βατράχου για τη φίλη του τη καμήλα λες και έσβηνε με το ρυθμό που εκείνη εξαφανι­ζόταν και σάπιζε ολοένα. Κάποια στιγμή πια δεν τη θυμό­ταν καθόλου τη φίλη του τη καμήλα. Μόνο όταν έρχονται τα ζώα από τη φάρμα και χέζουν στο πλάι της λίμνης,  μυρίζοντάς τις καβαλίνες νοιώθει στιγμές στιγμές μία αλ­λόκοτη αίσθηση ασφάλειας. Του περνάει γρήγορα όμως και απομακρύνεται με αηδία, πηδώντας μέσα στο γάργαρο νεράκι χωρίς δεύτερη σκέψη.

Γιατί χρειάζομαι όλα αυτά τα χρήματα

Όλα άρχισαν  επειδή ήθελα μία γυναίκα. Όχι όμως μία οποιαδήποτε γυναίκα, ήθελα μία γυναίκα αξιώσεων. Κατά συνέπεια για να τη γοητέψω χρειαζόμουν απαραιτήτως ένα αυτοκίνητο.  Μάζεψα με κάθε θυσία το χαρτζιλίκι μου, πίεσα αφόρητα τον πατέρα μου με το τρομερό επιχείρημα «τι γυναίκα θα βρω χωρίς ρόδα» και έτσι, το αγόρασα.

Όμως δεν αρκούσε. Οι πραγματικά άξιες γυναίκες με κοιτούσαν με περιφρόνηση κι εγώ αυτές στόχευα. Μία γυ­ναίκα φωτιά στο κρεβάτι και βασίλισσα στο κάστρο. Αυτό που θα έκτιζα. Γι’ αυτές τις γυναίκες ήμουν μόνο το παιδί του μπαμπά με το αυτοκίνητο που του είχε αγοράσει ο μπαμπάς.

Ανακάλυψα πως ήταν αδύνατον να αποκτήσω μία τέ­τοια γυναίκα μένοντας με τη μαμά και το μπαμπά. Έπρεπε να βρω ένα σπίτι. Έτσι έπιασα δουλειά και έπεισα τους γονείς μου να μου αγοράσουν ένα διαμέρισμα. Με τα χρήματα της δουλειάς μου πλήρωνα σιγά σιγά και το επί­πλωνα. Σε λίγο θα ήμουν έτοιμος.

Υπερήφανος με το δικό μου σπιτάκι, με τα δικά μου έπιπλα, και με το , όσο να’ ναι δικό μου αυτοκίνητο ατέ­νιζα τη ζωή με αισιοδοξία. Η γυναίκα των ονείρων μου θα γινόταν δική μου. Με τον καιρό διαπίστωσα ότι οι μοναδι­κές γυναίκες ήθελαν έναν άντρα με μοναδική δουλειά. Ήταν φυσικό. Έτσι, έπρεπε να σπουδάσω ώστε να αυξήσω τις επαγγελματικές μου προδιαγραφές.

Ύστερα από πέντε επίπονα χρόνια σπουδών, επίπονα γιατί δούλευα σε κάθε δουλειά του ποδαριού ίσα για να συμπληρώνω όσα δεν έφτανε η χρηματοδότηση των γονέων μου, έπιασα επιτέλους μία καλύτερη δουλειά.  Αυτό ήταν , τώρα ήμουν έτοιμος. Τότε είδα ότι οι σπουδές, παρά που αύξαναν το πρεστίζ μου, δεν αύξαναν και πολύ τις αποδο­χές μου. Μάλιστα στην αρχή, προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι πληρωνόμουν χειρότερα από έναν μπετα­τζή, έναν φορτηγατζή ή έναν σερβιτόρο δουλειές που κυ­ρίως έκανα έως τότε. Και οι κυρίες αξιώσεων, με μία των οποίων είχα σκοπό να σμίξω και να φτιάξω την δική μου οικογένεια, δεν αρέσκονταν στους φτωχούς. Ούτε στην ερ­γατική τάξη όμως.

Έπρεπε λοιπόν και να εργάζομαι σε γραφείο, με κου­στούμι και γραβάτα, και, με έναν τρόπο που αγνοούσα τότε, να βγάζω αρκετά χρήματα. Τότε ήταν που με προ­βλημάτισε για πρώτη φορά το ερώτημα: Πόσα χρήματα θα έπρεπε πραγματικά να βγάλω; Και κάνοντας τι;

Αποφάσισα ότι το γραφείο έπρεπε να παραμείνει πάση θυσία. Αλίμονο αν μία πριγκίπισσα γυρνούσε να κοιτάξει ποτέ κάποιον που βρωμάει ιδρωτίλα ή ψαρίλα ας πούμε. Τι σόι πριγκίπισσα θα ήταν τότε, και πόσο μάλλον, τι εί­δους πρίγκιπας ο ίδιος που θα την έπαιρνε; Έπρεπε να γίνουν όλα σωστά, όσο κι αν κόστιζε.

Με ένα στοιχειώδη υπολογισμό είδα πώς όσο να ‘ναι μία μονοκατοικία έπρεπε να την έχω. Όλος ο κόσμος έμενε σε διαμερίσματα, τι το ιδιαίτερο θα είχα εγώ μένο­ντας σε ένα ακόμη. Άρχισα λοιπόν να μαζεύω με υπομονή και επιμονή την προκαταβολή για την μονοκατοικία όταν διαπίστωσα με αγωνία ότι τα χρόνια περνούσαν. Ήμουν πλέον 28 χρονών. Πότε θα παντρευόμουν την γυναίκα των ονείρων μου, στα εξήντα; Έτσι συνόψισα το πρόβλημα. Έπρεπε να είμαι, νέος, ωραίος, γυμνασμένος, με σπίτι δικό  μου, δουλειά σταθερή, αποδοτική, υποσχόμενη και προπαντός αξιοπρεπή.  Για να γίνουν όλα αυτά σε ένα χρονικό διάστημα που να μου επιτρέπει το πρώτο, δηλαδή να είμαι ακόμη νέος, έπρεπε να βγάλω χρήματα πιο γρή­γορα.

Στην αρχή στράφηκα προς τα μεταπτυχιακά σεμινάρια. Οι αποδοχές μου δεν αυξήθηκαν πολύ. Χιλιάδες άλλοι είχαν κάθε στιγμή τα ίδια προσόντα με μένα. Κάτι άλλο χρειαζόταν. Σύντομα το ανακάλυψα. Άρχισα να κάνω τα πάντα ενδοϋπηρεσιακά ώστε να επικρατήσω των συναδέλ­φων μου που είχαν κι αυτοί πτυχία. Δούλευα πλέον ατέ­λειωτες ώρες χωρίς να πληρώνομαι για όλες. Όμως πλη­ρωνόμουν επιτέλους περισσότερο και μάζευα την προκα­ταβολή για την μονοκατοικία.

Είχα φτάσει πλέον 32 και είχα αρχίσει να έχω κάποια επιτυχία στις γυναίκες του επιπέδου που ονειρευόμουν. Σύντομα διαπίστωσα ότι μία τέτοια γυναίκα έπρεπε να την παντρευτώ, η τότε αγαπημένη μου το έκανε απολύτως σα­φές. Κατάλαβα ότι αν δεν το έκανε εκείνη θα το έκαναν όλες οι άλλες. Αυτός ο κύκλος των εκλεκτών ήταν μικρός, και συνήθως οι συντροφιές που προέκυπταν ήταν από την ίδια παρέα. Αλίμονο αν πήγαινες στην παρέα αυτή με γυ­ναίκα από κατώτερη πάστα, που δεν θα με ενδιέφερε και τόσο αν δεν ήμουν τόσο τίμιος μαζί της. Θα έβλεπαν και εμένα όπως και αυτήν. Όπως ίσχυε και στη δουλειά μου, άλλο οι αναλώσιμοι, και άλλο τα στελέχη.

Έτσι δεν το σκέφτηκα πολύ. Θα παντρευόμουν την τότε αγαπημένη μου. Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο συναισθη­ματικό όσο οικονομικό.  Ο γάμος μας, τόσο για κείνη όσο και για μένα, δεν θα έπρεπε να είναι οποιοσδήποτε γάμος. Αυτό ευτυχώς απετέλεσε μία πρόκληση τόσο για τους γο­νείς μου όσο και για τα πεθερικά μου, να δείξουν τη δική τους αξία.  Ποιος θα έδινε, ή καλύτερα ποιος μπορούσε να δώσει, τα περισσότερα στο ζευγάρι. Έτσι, τα δώρα η εκ­κλησία και η δεξίωση, και φυσικά ο μήνας του μέλιτος, δεν με απασχόλησαν, αλλιώς θα έπρεπε να δουλέψω του­λάχιστον άλλα δύο χρόνια για να τα εκταμιεύσω.

Παρά όμως που ξεπέρασα το πρόβλημα του γάμου, τα χρήματα πάλι δεν έφταναν. Κάθισα και υπολόγισα ότι ο γάμος δεν σήμαινε τίποτα. Η πρώτης κατηγορίας γυναίκα μου, θα ήθελε παιδιά και μάλιστα όχι οποιαδήποτε παι­διά. Αν δεν έδειχνα να μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο θα με χώριζε και θα ρεζιλευόμουν δημόσια. Δεν θα έφτιαχνε οι­κογένεια μαζί μου για να μοιράζουν χαρτομάντιλα τα παι­διά μας στα φανάρια.

Τα λεφτά έφταναν βέβαια για να μην πέσουν, τα αγέν­νητα ακόμη παιδιά, στην επαιτεία όμως μόλις είδα μπρο­στά μου τα έξοδα τοκετού, περίθαλψης, γέννας, κύησης, γιατροί σε πρώτης τάξεως ιδιωτικό νοσοκομείο, παιδικά παιχνίδια, πάνες, και όλα τα υπόλοιπα, κατάλαβα ότι δύ­σκολα θα τα έφερνα βόλτα. Πρόσθεσα τα απαραίτητα παι­δικά έπιπλά, από πρώτης κατηγορίας μαγαζί και ανακά­λυψα ότι χρειαζόμουν σχεδόν άλλο ένα σπίτι.

Τέλος πάντων αποφάσισα ότι έτσι είναι η ζωή, αλλιώς μπορούσα πάντα να περιοριστώ στη μετριότητα. Όμως εγώ ήμουν φτιαγμένος για μεγαλεία και μοναδικές κατακτή­σεις. Έτσι έπρεπε οπωσδήποτε να γίνω συνεταίρος. Άρχισα σιγά σιγά να ρουφιανεύω, και αφού έθαψα πολύ κόσμο, κατέκτησα την εμπιστοσύνη του αφεντικού μου και ήρθε η πολυπόθητη μέρα. Έγινα συνεταίρος! Τώρα μάλιστα, ήμουν πλέον έτοιμος να προχωρήσω. Έτσι, η  γυναίκα των ονείρων μου έγινε μητέρα.

Δεν πέρασε ένας χρόνος και ήρθε το δεύτερο παιδί. Έπρεπε οπωσδήποτε να έχω δύο παιδιά, ήμουν πλέον ένα αξιόλογο μέλος της κοινωνίας. Προχωρώντας θα γινόμουν σπουδαίος. Έπρεπε να φροντίσω για απογόνους. Κι αν το ένα παιδί πάθαινε κάτι, όσο ελάχιστες κι αν ήταν οι πιθα­νότητες αυτές, έπρεπε να έχω ένα ακόμη.

Το σπίτι μεγάλωνε λοιπόν τα έξοδα πολλαπλασιάζονταν και παρά την πρόοδό στις δουλειές μου, βρέθηκα πάλι να αναρωτιέμαι πώς θα τα έβγαζα πέρα. Εκεί ήταν που το αφεντικό μου εμπιστεύτηκε διάφορες απάτες που έκανε. Δέχτηκα πρόθυμα να συμμετέχω και μαζί με τα παρα­πάνω λεφτά, ήρθε και η απεριόριστη εκτίμησή του, που εξασφάλιζε και την πολυπόθητη ασφάλεια του στάτους που με τόσο κόπο είχα κατακτήσει. Το αφεντικό με είχε πια σαν ψυχοπαίδι του.

Η άνεση δεν κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή τα παιδιά πήγαν σχολείο. Έπρεπε βέβαια να είναι σχολεία πολυτε­λείας δεν μπορούσαν να είναι τυχαία. Μόνο οι τυχαίοι πηγαίνουν σε τυχαία σχολεία, πόσο μάλλον σε δημόσια. Μόνο και να το πρότεινα αυτό στη γυναίκα μου θα με χώ­ριζε. Καλύτερος ο θάνατος λοιπόν από την ατίμωση και δεν της το πρότεινα καν. Θα προσπαθούσα περισσότερο.

Ευτυχώς, όπως έδειξαν τα πράγματα, το αφεντικό μου είχε αυξημένες δικές του ανάγκες, και έτσι η πρότασή μου να αναπτυχθούμε καθετοποιόντας υπηρεσίες και ανοίγο­ντας τις ανάλογες εταιρίες τον βρήκε σύμφωνο. Εξ άλλου, αν δεν αναπτυσσόμασταν θα θαβόμασταν, θα χάναμε κι αυτά που είχαμε. Έτσι αναγκαστικά, έπρεπε να μεγαλώ­σουμε.

Αυξάνοντας τις δουλειές μας οι πωλήσεις μας ξέφυγαν από την συνηθισμένη πορεία, κόστος, τιμή, πώληση, κέρ­δος. Εξαρτιόμασταν ολοένα και λιγότερο από τους πωλη­τές μας. Παίρναμε πλέον μεγάλες δουλειές που  εξαρτιό­νταν από ανθρώπους-κλειδιά. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί πωλητές μας. Αν πληρώναμε αυτούς η δουλειά έκλεινε.

Φαινόταν απλό όμως δεν ήταν τόσο. Ενώ βγάζαμε πάρα πολλά χρήματα, ήμασταν αναγκασμένοι να δείχνουμε συ­νέχεια μία ανοδική πορεία και κατά συνέπεια να επενδύ­ουμε διαρκώς τα κέρδη μας μία και ήμασταν πια δημόσια πρόσωπα. Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο πάντα. Οι δουλειές μας μεγάλωσαν και οι άνθρωποι κλειδιά δεν αρκούντο πλέον στις μίζες. Έπρεπε και η προσφορά μας να στέκει, γιατί οι άνθρωποι που έκλειναν αυτές τις δουλειές  τώρα ήταν σε υψηλές θέσεις και δεν ήθελαν να εκτεθούν.

Με δυστυχία διαπιστώσαμε ότι εκτός του ότι έπρεπε φυσικά να λαδώσουμε, έπρεπε, τις περισσότερες φορές, να δώσουμε και την καλύτερη τιμή, πράγμα που σήμαινε λι­γότερα κέρδη και το σημαντικό στο τέλος, λιγότερα χρή­ματα για μένα. Αν οι πωλητές μας έκλειναν τέτοιες συμ­φωνίες βέβαια θα τους είχαμε απολύσει όμως αυτούς εδώ δεν ήταν δυνατόν να τους απολύσει κανείς μιας και δεν δούλευαν για μάς.

Ευτυχώς τους πληρώναμε καλά, έτσι, μεσολάβησαν για να πάρουμε δάνεια που θα μας επέτρεπαν να παράγουμε φθηνότερα. Επίσης μπορούσαν να μας διευκολύνουν πά­ντα για να γίνεται δεκτή η χειρότερη ποιότητα από όσα πουλούσαμε, ώστε κι αυτό πάλι να μας κοστίζει φθηνό­τερα. Και όντως έτσι έγινε. Αρχίσαμε να παράγουμε φθη­νότερα και για λίγο η κατάσταση φάνηκε να εξομαλύνεται, βγάζαμε πλέον λεφτά με το τσουβάλι.

Όμως πάλι δεν ήταν αρκετά. Όσο προχωρούσαμε προ­χωρούσαν και οι ανταγωνιστές μας. Έτσι προέκυψαν κι άλλα έξοδα, αυτή τη φορά αστρονομικά. Δεν ήταν δυνατόν πλέον να προσκαλούμε κόσμο σε ταπεινά σπίτια και εξο­χικά που υπολείπονταν των ανταγωνιστών μας. Ο κόσμος μας δεν αποτελείτο από φίλους, αλλά από δυνάμει πελά­τες, αφού ανήκαμε πλέον σε μία πολύ μικρή ελίτ ανθρώ­πων που έλεγχε όλες τις δουλειές του τόπου. Μόλις οι πω­λητές μας διαπίστωναν ότι οι ανταγωνιστές μας είχαν πε­ρισσότερα από μάς, θα στρέφονταν φυσικά σε κείνους, υποθέτοντας ότι εκεί θα πληρώνονταν καλύτερα.

Έτσι αρχίσαμε να κτίζουμε ένα παλάτι για σπίτι και στην συνέχεια άλλο ένα για εξοχικό, τα οποία κόστισαν μία περιουσία. Οι εργολάβοι που μας τα έκτισαν φυσικά μας έκλεψαν, αν δεν έκλεβαν εμάς ποιους θα έκλεβαν; Δυστυχώς τα πολλά παζάρια δεν είναι επιτρεπτά στον κύ­κλο μας μια και αυτό θα εκλαμβανόταν σαν αδυναμία και θα διέρρεε αφήνοντας πάλι την ίδια εντύπωση. Ότι δεν «είχαμε». Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι με τον ίδιο τρόπο έκλεβαν και τους ανταγωνιστές μας που φυσικά ήταν αναγκασμένοι να κτίσουνε μερικά παλάτια επίσης. Έτσι αιμορραγούσαμε όλοι το ίδιο. Αυτό είχε σημασία.

Παλάτια, σχολεία πολυτελείας, εξοχικά, και σε λίγο μία θαλαμηγός. Ήταν όλα ζήτημα επιβίωσης. Στα δικά μας μεγέθη όποιος μεγάλωνε πλέον θα το έκανε εις βάρος του άλλου. Σαν δύο τεράστιοι ελέφαντες που πίναμε από την ίδια γούρνα.

Εκεί ήταν που το αφεντικό μου τα τίναξε και εγκατέ­λειψε τον μάταιο ετούτο κόσμο. Το μερίδιο του πέρασε όλο σε μένα μιας και δεν είχε οικογένεια. Αναρωτιόμουν τι τα ήθελε όλα αυτά τα λεφτά αυτός ο άνθρωπος χωρίς γυ­ναίκα και παιδιά, όμως όταν τα τίναξε το ανακάλυψα κι αυτό. Διαπίστωσα ότι το αφεντικό μου όσο καιρό εγώ ασχολιόμουν με τα δάνεια, την παραγωγή, τις δεξιώσεις, και τις επενδύσεις σε γη και άλλες εκείνος κρατούσε με γενναιότητα το έτερον ήμισυ της ισχύος της επιχείρησης, επηρεάζοντας άλλους κύκλους. Κατ’ αρχήν στην πολιτική διατηρούσε ένα γοητευτικό image το οποίο, μαζί με τα χρήματα που δίνεις φάνηκε να είναι το κυριότερο χαρτί. Συντηρούσε έτσι δύο νόμιμες ερωμένες, όπως και μια στρατιά από παράνομες, μία συνήθεια που τελικά τον είχε στείλει στον τάφο ευτυχισμένο. Όχι από τα έξοδα, φυσικά, αυτά μπορούσε να τα αντέξει.

Πέραν αυτών στα μεγέθη τα δικά μας ετίθετο κάποια στιγμή, τι θέλαμε να τα κάνουμε όλα αυτά τα λεφτά. Ήταν κάτι που αγνοούσα έως τότε. Πολλές φορές η εύνοια του ενός και του άλλου εξαρτιόταν από τις υποτιθέμενες υπαρ­ξιακές μας επιδιώξεις. Εμείς φυσικά δεν είχαμε τέτοιες, απλά να επιβιώσουμε θέλαμε και να πάρουμε τις δου­λειές. Όμως ποιος το πίστευε; Βγάζαμε πολλά λεφτά και έτσι το τι θέλαμε να τα κάνουμε ήταν σημαντικό για όσους μας έδιναν τη δυνατότητα να τα έχουμε. Έτσι το αφεντικό μου αγόραζε συχνά πίνακες που κόστιζαν αρκετά εκατομ­μύρια, πανάκριβα αντικείμενα αμφιβόλου τέχνης και χρησιμότητας που όμως φρόντιζε πάντα να μαθαίνεται πόσο κόστισε η αγορά τους. Ώστε να φέρεται σαν ένας δη­λωμένος φίλος της τέχνης και του ωραίου. Τέλος μέσα σε όλες τις απάτες , τις μικρές και μεγάλες κομπίνες που κά­ναμε και παρατυπίες, συχνά χρειαζόμασταν την βοήθεια ύποπτων ανθρώπων, είτε αυτοί ήταν δικηγόροι και λογι­στές, είτε καθαρά άνθρωποι από την άλλη άκρη. Αυτούς μέχρι εκείνη τη στιγμή τους χειριζόταν ο ηρωικός μου συ­νεταίρος που μας είχε πλέον αφήσει. Και  κόστιζαν τα πε­ρισσότερα.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα χρήματα έρχονταν μεν όμως έφευγαν κιόλας σε διάφορα πράγματα που έπρεπε να ρυθμιστούν ή να γίνουν ανεξάρτητα αν εγώ το επιθυ­μούσα ή όχι. Για να παίξεις το παιχνίδι σωστά πρέπει να πληρώσεις. Τους κατάλληλους ανθρώπους, τις κατάλληλες ενέργειες και προ παντός τις κατάλληλες εντυπώσεις. Μόνο έτσι το παιχνίδι σε αντάμειβε τελικά. Σιγά σιγά απέ­κτησα διαμερίσματα ή σπίτια σε πολλές πόλεις του κό­σμου, τα οποία όμως πάλι δεν ήταν πολυτέλεια, αλλά απαραίτητα για την επόμενη δουλειά πάντα. Όπως και οι ανταγωνιστές μου έτσι και εγώ δεν ήταν δυνατόν να μένω στα ξενοδοχεία όταν πήγαινα εκεί για τις δουλειές μου.

 

Εδώ και κάποιο καιρό έχω βρει μία ισορροπία στα έξοδα που κάνω αναγκαστικά, και περισσεύουν επιτέλους και κάποια χρήματα για μένα. Δεν ξέρω αν το πανάκριβο σπορ αμάξι που αγόρασα τελευταία, εντυπωσίασε περισσό­τερο τους φίλους μου ή εμένα, όμως τέτοια πράγματα εδώ και λίγο καιρό μπορώ επιτέλους να τα αγοράζω. Παιχνίδια για επιτυχημένους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τώρα είμαι πλέον ένας πλούσιος  άνθρωπος.

Πάλι όμως μόλις και μετά βίας θα φτάσουν τα χρή­ματα. Γιατί μεγάλωσα πια και σε λίγο, θα έρθουν οι αρρώ­στιες και τα γηρατειά. Προφανώς πρέπει να είμαι πολύ συντηρητικός με τα παιχνιδάκια και να αρχίσω από τώρα να ετοιμάζομαι για όταν χρειαστεί. Για να αγοράσω τότε τους καλύτερους γιατρούς, τις καλύτερες κλινικές, ίσως χρειαστούν μάλιστα και καινούργια όργανα. Αν δεν τα βρω νόμιμα θα πρέπει φυσικά να πληρώσω για να μου τα εξα­σφαλίσουν παράνομα. Πόσα χρήματα θα χρειαστούν γι’ αυτά όλα, άγνωστο. Γιατί ύστερα πιθανότατα θα έχω και τους εκβιασμούς από τα καθάρματα που μου βρήκαν τα όργανα.

Όμως αυτό δεν είναι το πλέον φοβερό. Μετά από όλη αυτή τη κακοτράχαλη διαδρομή έρχεται και το άλλο. Ο πλανήτης που πάει κατά διαόλου, που σε λίγο θα λειώ­σουν οι πάγοι, θα ανέβει η στάθμη της θάλασσας να μας πνίξει τα ψάρια θα είναι γεμάτα βαρέα μέταλλα ο ήλιος θα σκοτώνει γιατί δεν θα υπάρχει όζον. Πέρα από την πιθανό­τητα φυσικά κάποιες από τις κολοσσιαίες εταιρίες που ανταγωνίζονται για την παγκόσμια πλέον αγορά, να μαλώ­σουν χοντρά, και να καταστραφούν όλα πριν γίνουν καν τα προηγούμενα.

Ένας πόλεμος είτε στα χρηματιστήρια είτε κανονικός θα είχε πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Χάος φτώχεια και κα­ταστροφή. Το ίδιο μετά από μία γενικευμένη κλιματική ή οικολογική καταστροφή. Εκεί ελάχιστοι θα γλίτωναν ποιος ξέρει πηγαίνοντας σε κάπόιον άλλοι πλανήτη ή σε κάπόιες ειδικές εγκαταστάσεις. Για μια θέση ανάμεσά τους φυσικά θα πρέπει να διαθέτω αρκετά χρήματα, αυτή τη φορά μά­λιστα ανυπολόγιστο πόσα πολλά. Για παν ενδεχόμενο πά­ντως καλά θα έκανα να μαζέψω όσα μπορώ περισσότερα, με κάθε τρόπο.

Γιατί η δική μου  ξεχωριστή ζωή, δεν μπορεί να είναι ίδια με των υπολοίπων. Αναρωτιέμαι λοιπόν πόσα θα πρέ­πει έχω για να είμαι σίγουρος ότι θα ζήσω περισσότερο. Μπορεί να φαίνεται τερατώδες σαν ερώτημα, όμως δεν βρίσκω καμία διαφορά από την ίδια ερώτηση, 40 χρόνια πριν, πόσα δηλαδή θα έπρεπε να κάνω, για να επιτύχω περισσότερο από τους επίσης πτυχιούχους συνομηλίκους μου. Η διαφορά που με ξεχώρισε πάντα ήταν οι επιλογές.

Βέβαια θα μπορούσα να αποδεχτώ τον θάνατό μου έτσι απλά και να μην κάνω τίποτα όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι. Αυτό μάλλον θα μου έδινε την δυνατότητα, να απολαύσω όλα όσα έχω βγάλει μέχρι σήμερα και τότε, έως το μοι­ραίο, σίγουρα θα ένοιωθα πολύ πλούσιος. Θα μπορούσα μάλιστα τώρα, πριν καν γεράσω να τραβήξω από τους λο­γαριασμούς της επιχείρησης μερικά εκατομμύρια, και να πάω για μόνιμο ψάρεμα μέχρι να πεθάνω. Ίσως ζούσα και περισσότερο έτσι όχι μόνο πλουσιοπάροχα υλικά, αλλά και ψυχικά.

Όμως για την επιτυχία δεν πληρώνεις μόνο τα πανά­κριβα ρούχα, σπίτια, σχολεία, αυτοκίνητα, σκάφη, μπρά­βους, δικηγόρους και πολιτικούς. Πληρώνεις και με την συνενοχή. Γιατί κανείς ποτέ δεν βγαίνει από το παιχνίδι. Όπως εκβιάζω ή καταπιέζω εγώ όσους χρειάζομαι ή εκμε­ταλλεύομαι, έτσι και αυτοί που εκβιάζουν ή χρησιμο­ποιούν εμένα δεν θα ήθελαν καθόλου να πάω για ψάρεμα. Όχι τώρα, ποτέ.  Η μόνη παρηγοριά είναι ότι, μέσα από το σύστημα που έτσι και αλλιώς πληρώνω, όπως το υπηρετώ πιστά και για πάντα, ίσως βρω τα όργανα και όλα τα χρή­ματα που θα χρειαστούν, για να ζήσω λιγάκι περισσότερο από τους κοινούς θνητούς.

Ο κόσμος λέει πως είμαι ένας ανικανοποίητος, άπλη­στος και ματαιόδοξος άνθρωπος βλέποντας όλα αυτά που διαρκώς συγκεντρώνω, με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα. Όμως κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ότι απλά χρειάζο­μαι όλα αυτά τα χρήματα. Για να επιβιώσω.

Το δίλημμα του πολιτισμού

Βύθισε τα δόντια του στην σάρκα του ζώου. Το αίμα κύλησε από το πλάι των χειλιών του άγριου πάνω στα πλούσια γένια του. Άχνιζε αναβλύζοντας από το φρεσκο­σκοτωμένο ελάφι.  Ο πρωτόγονος, καθώς έκοβε κομμάτια σάρκας έτρωγε και χώμα ανάμεικτο με το αίμα του θηρά­ματος όπως αυτό κυλιόταν στη γη. Ήταν ξυπόλητος και γυμνός με μία αραιή γούνα να φυτρώνει τόπους τόπους σκεπάζοντας τη γύμνια του. Το θέαμα που παρουσίαζε ήταν αξιοθρήνητο, ένας τριχωτός γυμνοσάλιαγκας κα­μπουριασμένος και νευρικός με μάτια που πρόδιδαν έντονο φόβο και έξαψη. Κοίταξε πέρα προς το σκοτεινό δάσος και επιτάχυνε τις κινήσεις του τρώγοντας όσο μπο­ρούσε πιο γρήγορα. Σε λίγο θα έρχονταν οι άλλοι. Ακόμη χειρότερα η μυρωδιά μπορεί να οδηγούσε εκεί κάποιο αι­λουροειδές ή άλλο σαρκοβόρο, που θα κατασπάραζε και τον ίδιο μαζί με το θήραμά του. Αφουγκράστηκε προσε­κτικά. Έρχονταν, ναι. Άρχισε να τραβάει με λύσσα το πίσω πόδι από το ελάφι. Μάταια. Έκοψε μερικές μεγάλες μπουκιές, πετάχτηκε βιαστικά απάνω και ετοιμάστηκε να υπερασπιστεί τη λεία του. Η να τραπεί σε φυγή.

Βύθισε τα δόντια του στη σάρκα του ζώου. Τους τραπε­ζίτες του για την  ακρίβεια, προς τους οποίους είχε περά­σει τη μπουκιά με το ασημένιο πιρούνι, προσεκτικά, κλεί­νοντας την αμέσως στο στόμα του. Το έκανε χωρίς προ­σπάθεια αφού προηγουμένως είχε κόψει το φιλέτο σε ένα περιποιημένο μικρό κομμάτι, πάνω στο πορσελάνινο πιάτο. Τα χέρια του, μαυρισμένα από τον ήλιο, κατέληγαν σε δάκτυλά με πεντακάθαρα περιποιημένα και καλοκο­μένα νύχια. Φορούσε ένα πουκάμισο από λεπτό και απαλό ανοιχτόχρωμο ύφασμα. Το παντελόνι του μπεζ με πιέτες, και στο τέλος παπούτσια ρηχά, άνετα και  σχεδόν και­νούργια συμπλήρωναν το ντύσιμό του. Αγνάντευε πέρα από τη βεράντα της έπαυλης του, όπου δειπνούσε αυτή τη στιγμή, το δάσος που απλωνόταν μπροστά του ήσυχο και φιλικό. Το φιλέτο είχε υπέροχη γεύση. Έβαλε λίγο ακριβό κόκκινο κρασί και τσίμπησε ένα κομμάτι αβοκάντο από την πλούσια πράσινη σαλάτα. Στο σαλόνι η μνηστή του είχε δειπνήσει νωρίτερα. Η κλασσική  μουσική που έφτανε απαλά μέχρι τη βεράντα έδενε υπέροχα με τους ήχους του δάσους. Πίσω του η υπηρέτρια περίμενε πρόθυμη και ενί­οτε θερμή μαζί του. Πληρωνόταν αρκετά καλά για να το κάνει. Η ζωή ήταν υπέροχη.

Σε λίγες μέρες θα γίνω πατέρας. Η γυναίκα μου έκανε υπερηχογράφημα και ξέρουμε ότι θα είναι αγόρι. Αναμέ­νοντας τον απόγονό μου σκέφτομαι όλο περίεργα πρά­ματα. Βλέπω τον εαυτό μου για πρώτη φορά σαν έναν κρίκο στην ανθρώπινη ιστορία, αφού είναι προφανές ότι ο απόγονός μου αποτελεί τον επόμενο από εμένα. Όταν εγώ θα είμαι στον τάφο αυτός, αισίως, θα περπατάει ακόμη πάνω σ’ αυτό το πλανήτη, διαιωνίζοντας κάποια από αυτά που έκανα ή είπα. Προσθέτοντας φυσικά τα δικά του.

Πηγαίνω πίσω εκατομμύρια κρίκους και βλέπω τον προϊστορικό άνθρωπο να βυθίζει τα δόντια του στο αχνιστό κρέας. Τι έκανε εκείνος ύστερα ώστε σήμερα κάποιοι να τα βυθίζουν πάλι αλλά με τόσο απολαυστικό και ηδονικό τρόπο; Και συνειδητοποιώ τον πολιτισμό.

Ομολογώ ότι είναι κάπως ζωώδη τα ανώτερα συμπερά­σματα της εξέλιξης του είδους μου, το να τα βγάζει δηλαδή κανείς από αυτό το γεγονός, όμως πραγματικά εκεί επικε­ντρώνω τη διαφορά. Γιατί εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος και έτσι ξεκινάω απλά τους συλλογισμούς μου, πάντα με επίκεντρο τον αγαπημένο μου κανακάρη που όπου να ‘ναι έρχεται. Για να γίνει, μέσα από όλα όσα θα κάνω, και στη συνέχει θα κάνει εκείνος, ένας ακόμη κρίκος σ’ αυτή τη θαυμάσια εξέλιξη. Πώς θα μπορούσε να είναι θαυμάσια και για τον γιο μου;

Ξεθάβω το βιβλίο των αναμνήσεων. Εμπειρίες, διδάγ­ματα από τους προηγούμενους δάσκαλους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες μου ξανάρχονται ένα ένα. Θυμάμαι όλα όσα διάβασα ποτέ, και όλα όσα έμαθα σχετικά με αυτό που πρόκειται οσονούπω να ασχοληθώ. Την διαιώνιση του είδους μου που εκ των πραγμάτων θα αποτελέσει, την διαιώνιση του πολιτισμού.

Ξάφνου διαπιστώνω ότι είναι η πρώτη φορά που θα ασχοληθώ με τον πολιτισμό. Μέχρι τότε δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ένα κρίκο στο νήμα του κόσμου. Μάλλον το κέντρο του κόσμου με έβλεπα. Μετά από εμένα όλα τα άλλα τσιμέντο να γίνουν, το ίδιο δηλαδή που σκέφτονταν κι οι άλλοι για μένα. Βέβαια φρόντιζα να είμαι πολιτισμέ­νος όσο και οι συμπολίτες μου, απλά πράγματα που τα είχα μάθει από παιδί. Παραδείγματος χάριν, δεν ουρούσα στο δρόμο, δεν σκότωνα άλλους για να τραφώ ή για να τους αρπάξω την τροφή, δεν έκανα φασαρία την ώρα κοι­νής ησυχίας. Δεν έκανα όσα, αν τα έκαναν όλοι, θα ήμα­σταν ένα χάος. Συμμορφωνόμενος λοιπόν κι εγώ στις γενι­κές νόρμες απολάμβανα μία, ας το πούμε έτσι, πολιτι­σμένη ζωή σε μία πολιτισμένη πόλη… κι όχι στη φυλακή.

Όμως έπαυλη δεν έχω διαπιστώνω τώρα. Τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ, δουλεύω δύο δουλειές και συνήθως βυθίζω τα δόντια μου στο χάμπουργκερ του πρώτου φάστ φούντ. Το δάσος με τα αηδόνια σπανίως τα αφουγκράζο­μαι, αν έχω την τύχη να έχω μαζέψει αρκετά χρήματα για μία εκδρομή, τώρα που αγόρασα το διαμέρισμα. Το βρα­δινό μου δείπνο  συνήθως το συνοδεύει η εκκωφαντική ράπ που αναδύεται σαν τέρας από το φωταγωγό, αφού έχει βγει πρώτα από τις σκοτεινές σπηλιές των υπογείων διαμε­ρισμάτων.

Εγώ και η γυναίκα μου ευτυχώς μένουμε στον τρίτο. Έχουμε προκόψει αρκετά, όταν ξεκινήσαμε μέναμε κι εμείς στις υπόγειες σπηλιές, εμείς ακούγαμε ροκ βέβαια όμως το ίδιο εκκωφαντικά. Εκείνη ήταν μία απλή υπάλ­ληλος από πατέρα υπάλληλο, κι εγώ επίσης υπάλληλος από πατέρα υπάλληλο. Τώρα εκπολιτιστήκαμε λιγάκι.

Προκόψαμε ναι, αναλογίζομαι τώρα, περιμένοντας τη γυναίκα μου να βγει από το ιατρείο του μαιευτήρα. Όμως δεν είμαστε τελικά και τόσο πολιτισμένοι. Ρίχνω μία ματιά γύρω μου στο διάδρομο του δημόσιου νοσοκομείου όπου βρισκόμαστε τώρα. Ράντζα, ετοιμοθάνατοι αβοήθητοι βο­γκούν, κάποια γριά μουρμουράει λόγια ακατάληπτα, φαί­νεται πεθαίνει. Another one bites the dust. Κάποιος πα­ρακάτω κτυπημένος στο κεφάλι ξερνάει στο πάτωμα. Τι να γίνει, ζωή σε λόγου μας που λένε.

Πάλι καλά, εμείς έχουμε έρθει εδώ μόνο για μία τυ­πική μαιευτική εξέταση. Όμως και στο σπίτι μας δεν εί­μαστε και τόσο πολιτισμένοι. Μένουμε στο κέντρο όπως και άλλα 2 εκ. Αθηναίοι. Αναπνέουμε με δυσκολία και κυκλοφορούμε με ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία. Αναρω­τιέμαι πολλές φορές, μία γάτα στην εξοχή σπαταλάει πε­ρισσότερη ή λιγότερη ώρα για να πιάσει ένα ποντίκι, απ’ όση ξοδεύουμε εγώ και η γυναίκα μου για να πάμε στις δουλειές μας κάθε πρωί; Φυσικά καταφέραμε να πάρουμε έπιπλα και αυτοκίνητο, έστω ένα μεταχειρισμένο. Και ένα σπίτι με 1000 δόσεις.

Από φαγητό πάντως, δεν μας λείπει τίποτα, όμως πνευ­ματικά υποφέρουμε. Βλέπουμε τηλεόραση ίσαμε 4-5 ώρες ημερησίως. Κι αν δεν την βλέπουμε, την έχουμε ανοιχτή να παίζει, είναι προτιμότερο από να γκρινιάζουμε ο ένας στον άλλον. Όποτε ανοίγουμε το παράθυρο για να αλλά­ξουμε παραστάσεις θέλουμε να το ξανακλείσουμε. Απένα­ντι είναι άλλοι που έχουν τα παντζούρια κλειστά, που δεν θέλουν να μας ξέρουν, και που, όποτε κατά τύχη μας βλέπουν ή τους βλέπουμε, κάνουμε όλοι λες και παρατη­ρούμε ποντίκια στη φωλιά τους.

Αποφασίζω ότι ο κανακάρης μου θα ήταν εξαιρετικά απλό να μάθει πώς να μην κάνει φασαρία, να μη σκοτώνει κόσμο και να μην ουρεί δημοσίως. Όμως με πίκρα παρα­τηρώ πως δεν αρκούν αυτά τα τυπικά για να είναι κανείς πολιτισμένος. Σκέφτομαι την έπαυλη και αναρωτιέμαι: Τι θα έφερνε τον γιόκα μου εκεί; Γιατί τότε ναι, ο δικός μου επόμενος κρίκος, θα είχε κάνει ένα βήμα εξέλιξης. Θα ήταν ένας πολιτισμένος άνθρωπος.

Ανοίγω πάλι το βιβλίο των αναμνήσεων και των πρέπει. Καλοί τρόποι, σχολείο, πανεπιστήμιο, masters, doctora. Η γνωστή διαδρομή. Όμως τι αξίζουν αυτά χωρίς διασυν­δέσεις γνωριμίες, κοινωνικό κύκλο; Μία θέση σε δημόσιο πανεπιστήμιο με 1000 Ευρώ το μήνα μέχρι να πεθάνει ο προϊστάμενος καθηγητής. Κι αυτοί έτσι καλά που ζουν αργούν πολύ να πεθάνουν. Οπότε μάλλον σε τροχόσπιτο θα μείνει ο γιος μου παρά σε έπαυλη κι ας είναι και doctor.

Γνωριμίες λοιπόν. Αυτό αμέσως αμέσως αποκλείει τα δημόσια σχολεία, αλίμονο. Όλη η παραπάνω «διαδρομή προς τη δόξα» γίνεται ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή ο δι­κός μου Γολγοθάς. Βλέπω μπροστά μου στερήσεις, δυ­στυχία, ούτε μία στιγμή ανάπαυλας και διασκέδασης για μένα και την γυναίκα μου που τόσο αγαπώ. Αλλιώς πώς θα τα πληρώσουμε όλα αυτά;

Όμως δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς εμείς είμαστε χαμέ­νοι, δεν θα εκπολιτιστούμε ποτέ. Το παιδί τουλάχιστον θα έχει πιθανότητες έτσι; Τον βλέπω απόφοιτο του Χάρβαρντ ύστερα από 2 εμφράγματα δικά μου και μία νευρική κα­τάρρευση της μανούλας του. Τι καμάρι! Έρχονται και τον αρπάζουν από μία πολυεθνική και του τάζουν τον ουρανό με τ’ άστρα. Ύστερα του λένε που θα μείνει, ποια θα πα­ντρευτεί, που θα συχνάζει, πώς θα κοιτάει, πώς θα μιλάει, σε ποιους θα μιλάει. Του τάζουν και μία έπαυλη. Ο γιος μου τα κάνει όλα. Η γυναίκα του τον αγαπάει για όσα της προσφέρει. Το σύστημα δεν φαίνεται να έχει ψεγάδι. Φυ­σικά για να συνεχίσει να την έχει, θα πρέπει να συνεχίσει να της προσφέρει, αλλά αυτό δεν χρειάζεται να του το πει κανείς, γι’ αυτό του την διάλεξαν. Για να έχει κίνητρο ώστε να συνεχίσει να βγάζει. Έτσι συνεχίζει να δουλεύει όπως του λένε, να κοιτάει όπως του λένε και να μιλάει σε όποιους του λένε.

Αναλύω τις πιθανότητες. Η έπαυλη προκύπτει, γυναίκα προκύπτει, ισχυρές γνωριμίες προκύπτουν, όλα καλά. Όμως τότε βλέπω πώς ο κανακάρης μας θα είναι απλά ο σκλάβος στην έπαυλη. Η γυναίκα δεν θα είναι δική του, η έπαυλη δεν θα είναι δική του, οι αποφάσεις δεν θα είναι δικές του, ούτε καν ο χρόνος του δεν θα είναι δικός του. Με φρίκη διαπιστώνω πώς μία γάτα στο Πεδίο του Άρεως στο εντελώς απολίτιστο κέντρο της πόλης, θα έχει περισσό­τερη άποψη για τον χρόνο της από τον αγαπημένο μου κανακάρη. Τόσο πολιτισμένος θα είναι ο… εξελιγμένος κρίκος μου!

Όχι, δεν πάει έτσι. Αρχίζω να σκέφτομαι εναλλακτικά. Παίρνει λοιπόν το δίπλωμα και κάνει μία φοβερή εφεύ­ρεση γιατί, ε, όσο να’ ναι δικό μου παιδί δεν μπορεί παρά να βγει σαΐνι. Η εφεύρεση του όμως καταργεί την καύση βενζίνης. Ύστερα από δύο μήνες τον βρίσκουν σε ένα χα­ντάκι πολτοποιημένο. Μπορεί και να μην είναι αυτός το πτώμα, ποιος ξέρει σε τέτοιο χάλι, ο γιόκας μου πάντως εξαφανίζεται από προσώπου γης και ακολουθεί το τρίτο και οριστικό έμφραγμά μου.

Ο Αϊνστάιν είχε πει ότι ο τέταρτος παγκόσμιος πόλεμος θα διεξαχθεί με ξύλα και πέτρες. Εκείνος ήξερε πόσο πολύ μπορούσε να σε ανταμείψει η επιστήμη, με την ιδιό­τυπη χρήση της από την σημερινή κοινωνική κουλτούρα.  Καταλήγω πώς οι σπουδές σαν τρόπος δράσης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο καταλήγουν μάλλον άδοξα. Η σκλάβος γίνεσαι ή πτώμα. Η επιστήμη είναι ένα προϊόν όπως όλα τα άλλα, κι αν αυτός που θα στο πληρώσει μπορεί πάντα να στο κλέψει, δεν αξίζει να το παράγεις.

Πέφτω στη βαθιά σκέψη. Αν όμως μπορούσε να αντι­σταθεί στο νταηλίκι; Αλλαγή πορείας. Βλέπω τον γιο μου να μαθαίνει καράτε από 3 χρονών. Για να τον προετοι­μάσω ψυχολογικά τον γαλουχώ από μικρό πως οι «αρχό­ντοι είναι εμπόροι του πολέμου» όπως λέει κι ο Κόκοτας στο τραγούδι «Γιε μου». Πώς αλλιώς θα είναι ετοιμοπόλε­μος στα 25; Κι ότι ο κόσμος είναι γεμάτος κακούς άχρη­στους και μοχθηρούς ανθρώπους που, αν δεν τους δείρει πρώτος, θα τον δείρουν εκείνοι.

Στα 12 δέρνει πια τους πάντες εκτός από μένα που με σέβεται. Εμένα με δέρνει τελικά στα 15 όπου πιάνει την πρώτη του δουλειά σε μπαρ και με βρίσκει αντίθετο. Δεν δείχνει να νοιάζεται και πολύ για την άποψή μου. Με λέει αποτυχημένο, σκλάβο, αφελή και τέλος πάντων να μην μιλάω γιατί δεν ξέρω. Δεν έχει κι άδικο.

Με βλέπω να τον παρατηρώ άφωνος να τραβάει μόνος του  τον εναλλακτικό δρόμο. Αυτόν που δεν διάλεξα εγώ. Φτιάχνει κάτι παρέες με παιδιά που είναι «μέσα στα πρά­ματα». Στα 20 είναι ήδη μπράβος σε μαγαζιά. Για να βγάζει και κανα χαρτζιλίκι έξτρα έχει και μια δυο γυναί­κες που εξυπηρετούν πλούσιους ηλικιωμένους υπό την προστασία του. Όταν η μητέρα του τον λέει ανήθικο της λέει πώς η αγάπη δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Εκείνη του λέει ότι αγαπάει εμένα, όμως ο γιόκας μου της αντιγυρίζει πως δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς αφού θάφτηκε μαζί μου. Η γυναίκα μου κλαίει κι εγώ δεν έχω τι να πω, αφού όπως και να’ χει νοιώθουμε κι οι δυο θαμμένοι σ’ αυτή τη τερατώδη πόλη.

Στο μεταξύ ο γιόκας μου έχει φροντίσει να μάθει από όπλα, γιατί όπως μου λέει πολλές φορές τα χέρια δεν αρ­κούν. Πράγματι σε κάποια φάση ένα αφεντικό της γειτο­νιάς τα βάζει με τις γυναίκες του κι εκείνος καθαρίζει δύο μπράβους του αφεντικού. Το αφεντικό έξυπνος του προ­τείνει να δουλέψει για κείνον, όμως ο γιος μου θέλει να είναι ελεύθερος. Τότε σκουραίνουν τα πράγματα και ανα­γκάζεται να φύγει από τη χώρα. Χρόνια ολόκληρα ύστερα μαθαίνουμε πώς είναι στην Αυστραλία και έχει γίνει μεγα­λοκτηματίας. Πάλι καλά. Πώς τα κατάφερε; Παντρεύτηκε μία πλούσια στην οποία προηγουμένως παρείχε προστα­σία σαν bodyguard. Την αγαπάει; Όχι αυτήν αλλά τα χρήματά της. Κι εκείνη, ρωτάει η γυναίκα μου; Εκείνη κι αν αγαπάει μόνο τα λεφτά της μαμά, της λέει ο γιος μου.

Η γυναίκα μου βγαίνει από το γραφείο του γιατρού.

–    Τι έγινε αγάπη μου, σταχτής μου φαίνεσαι, αισθάνε­σαι καλά;

–   Ναι, μια χαρά… τι λέει ο γιατρός;

–   Όλα καλά μην ανησυχείς. Φαίνεσαι ταραγμένος συ­νέβη τίποτα;

–   Όχι να σκεφτόμουν,  τι θα έλεγες να πάμε να ζήσουμε σε μία βραχονησίδα;

–   Καλά το είπα ότι δεν είσαι καλά. Πώς σου κατέβηκε αυτό τώρα;

–   Νά, αφού έτσι κι αλλιώς ζώα είμαστε και ζώα θα καταλή­ξουμε, τουλάχιστον ας το απλοποιήσουμε το πράμα.

–   Άρη μου…. τι σκεφτόσουνα όσην ώρα ήμουν μέσα γλυκέ μου; Τον τελευταίο καιρό περιμένοντας το παιδί έχεις πετάξει κυριολεκτικά.

–   Να, δεν καταλαβαίνω ποιος λόγος υπάρχει. δεν βγαίνει πουθενά με τα παιδιά. Η θα είμαστε δυστυχισμένοι για τα χάλια τους ή ευτυχισμένοι γι’ αυτούς και δυστυχισμένοι για τα δικά μας χάλια βλέποντάς τα.

Η γυναίκα μου με κοιτάζει με πολύ σοβαρό ύφος.

–   Αντρούλη μου, ξέρεις πόσες κατσαρίδες πεθαίνουν από όσες γεννάει μία κατσαρίδα μαμά;

–   Πόσες;

–   Πάνω από 500

–   Δεν είναι τόσες!

–   Πάντως είναι πολλές.

–   Και λοιπόν;

–   Λοιπόν εκείνες ελπίζουν στα κατσαριδάκια που επιβιώ­νουν.

–   Α!

–   Κατάλαβες τώρα;

–   Κατάλαβα…

Βγαίνοντας από το νοσοκομείο σκεφτόμουν πόσο πιο πολιτισμένοι είμαστε από τις κατσαρίδες. Όμως θα μου περάσουν αυτά το ξέρω. Μόλις γεννηθεί το παιδί θα έχω τόσα πολλά να κάνω που ευτυχώς δεν θα έχω καιρό να σκέφτομαι.

evolution-reih

Η Πηγή του … Καλού !

sunsetGrainΤι φταίει και ο κόσμος ολόκληρος δείχνει ξαφνικά να τρελάθηκε; Τι είναι αυτό που κτύπησε σαν συναγερμός στην άρχουσα τάξη και ξαφνικά οι ελάχιοστοι κατέχοντες τα πολλά (354 άνθρωποι σε όλο το κόσμο βγάζουν ετησίως όσα ο μισός πληθυσμος της γης)  τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια ολόκληρης της ανθρωπότητας; Αποσύροντας όλο το χρήμα από τις αγορές και δημιουργώντας την παγκόσμια κρίση χρέους κι ένα παγκόσμιο χάος;

Η ενέργεια είναι το πρόβλημα. Αμέσως διαβάζοντας το οι περισσότεροι θα σκεφτούν ότι «ε ναι, γίναμε πάρα πολλοί, καταναλώνουμε παρα πολλή ενέργεια, το πετρέλαιο είναι πλέον λίγο, οπότε…» ; Και  η κρίση χρέους θα σας φανεί λογικό επόμενο μας ιστορικής συγκυρίας. Είδατε πως μας μάθανε να σκεφτόμαστε; !

Η αλήθεια είναι ότι όντως πρόκειται για φυσικό επόμενο μιας ιστορικής συγκυρίας. Όμως με άλλο τρόπο και για για άλλους λόγους ! Ο λόγος είναι ακριβώς η σημερινή, δυνητική, υπερεπάρκεια ενέργειας !

Σκεφτείτε το λίγο. Τι είναι ένα σπίτι; Πρώτες ύλες και εργασία. Τι είναι το φαγητό που καθημερινά μας συντηρεί; Πρώτες ύλες και εργασία. Τι είναι η θέρμανση με την οποία συντηρούμαστε το χειμώνα; Πρώτες ύλες και εργασία.  Αν έχουμε αυτά τα τρία,  και επαρκή ρουχισμό επιβιώνουμε για μια ολόκληρη ζωή.  Χιλιάδες χρόνια εκκατομύρια άνθρωποι επιβίωσαν έτσι.

Τι είναι οι πρώτες ύλες; Τσιμέντο, άμμος, πετρέλαιο, καύσιμα κάθε είδους, τρόφιμα; Ενέργεια είναι. Κάποιοι τα σκάβουν, κάποιοι τα φυτεύουν, τα συλλέγουν, τα καλλιεργούν, τα μεγαλώνουν αν πρόκειται για κτηνοτροφία.  Και όλα αυτά κάποιοι ξοδεύοντας παλι πρώτες ύλες και εργασία τα μεταφέρουν σε μας  απο πολύ απομακρυσμένα σημεία με ολοένα ευκολότερους και μαζικότερους τρόπους.  Τι θα γινόταν αν, όλοι αυτοί που χρειάζονται να κάνουν όλα αυτά ώστε να προκύψουν όλες αυτές οι πρώτες ύλες και απο αυτές τα απαραίτητα για την καθημερινότητα μας απλά … δε χρειάζονταν; Αν όλα αυτά προέκυπταν ξαφνικά … μόνα τους;!

Μια ιστορική συγκυρία, ακριβώς αυτό θα συνέβαινε. Δηλαδή αυτό ακριβώςπου συμβαίνει σήμερα!

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ρομποτικά και μεταφορικά μηχανήματα κάθε είδους προφανώς αντικαθιστούν  χιλιάδες ή και εκκατομύρια εργατικά χέρια προσφέροντας όμως πάλι τις ίδιες ή και περισσότερες ακόμη, ποσότητες πρώτων υλών. Αν υποθέσουμε ότι τα ρομπότ έχουν φτιαχτεί, και την ενέργεια τους την παρέχει ο ήλιος, ο αέρας, τα κύματα, τότε που είναι το ΚΟΣΤΟΣ;

Μα γιατί αναζητώ το κόστος θα μου πείτε; Γιατί το κόστος είναι η πηγή του πλούτου. Ότι δεν έχει κόστος, πως κάποιος θα σου το πουλήσει; Αν μπορείς να τραφείς να στεγασθείς, να ντυθείς και να ζεσταθείς από το καλό Θεούλη που σου στέλνει σε ένα λεπτό μόλις, με τον ήλιο όση ενέργεια καταναλώνει ολόκληρος ο πλανήτης για 15 χρόνια τότε ; Πώς θα σου την πουλήσουν αυτή την ενέργεια κάποιοι άλλοι; Και πως αυτοί οι άλλοι θα πλουτίσουν;

Η πηγή του κακού λοιπόν, αυτού του τεράστιου κακού που συμβαίνει σήμερα, είναι ακριβώς  πηγή του καλού… Ότι έχουμε εδώ και εκατό χρόνια ανακαλύψει την κατάλληλη τεχνολογία, για  να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες μας ακριβώς από τον καλό Θεούλη… Έναν αιώνα κατάφεραν να το κρύψουν, να το εμποδίσουν, και ετσι να κρατήσουν τον κόσμο ακόμη να εργάζεται. Αναγκαστικά.

Σήμερα όμως αυτό είναι πλέον αδύνατον! Με το Ιντερνετ τα νέα να διαδίδονται πλέον από τον ένα απλό πολίτη στον άλλο, ακόμη και στην άλλη άκρη της γης αμέσως. Οι επιστήμονες, δεν περιμένουν το ελεγχόμενο  όργανο της ελεγχόμενης επιστημονικής κοινότητας για να μοιραστούνε γνώσεις. Δεν είναι στη θέση του Νικολα Τεσλα που μόλις του έκοψε την χρηματοδότηση ο JP Morgan  (τι συμπτωση) οι έρευνες του έμειναν στην αφάνεια για πάντα. Και για ποιό λόγο του έκοψαν την χρηματοδότηση; Επειδή σκόπευε τα αποτελέσματα των ερευνών του, δηλαδή την αθρόα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, να την παρέχει δωρεάν στον κόσμο !

Σήμερα ένας άσχετος απο εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις στην Κίνα, που δεν είναι καν ο Τεσλα, δείχνει σε έναν ταλαίπωρο στην Αθήνα, που δυσκολεύεται μέσα στην κρίση να επιζήσει, πώς, με σωλήνες PVC να φτιάξει μια ανεμογεννήτρια κάθετου άξονα για το σπίτι του και να γλιτώσει αμέσως αμέσως τη ΔΕΗ και να ζεσταθεί κιόλας!

Φυσικά και είναι μια ιστορική συγκυρία. Όμως πηγή του κακού δεν είναι όσα οι κακοί λένε, αλλά ακριβώς το ότι σήμερα η πηγή του καλού είναι επιτέλους σε όλους διαθέσιμη !

Εγώ και ο κλώνος μου

man-scull-l-olivier

Sir Lawrence Olivier on Hamlet

Είμαι 530 ετών και νοιώθω λιγάκι κουρασμένος. Πρέ­πει να πάω κάτω στο ψυγείο να ελέγξω την κατάσταση. Κάθε φορά που το κάνω νοιώθω σαν να βρίσκομαι εγώ εκεί, μέσα σ’ αυτό το απαίσιο ψυγείο. Και κατά κάποιο τρόπο είμαι, άλλωστε εί­μαστε ίδιοι. Όχι τόσο ίδιοι βέβαια αυτός είναι χωρίς κεφάλι. Πάλι καλά! Εγώ έχω εκείνος δεν έχει. Κατά τα άλλα θα μπο­ρούσε να πηδήξει και τη γυ­ναίκα μου ακόμη χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Τόσο πολύ μοιάζουμε, αφού είναι ο κλώνος μου, ο ακέφαλος ευτυχώς κλώνος μου.

Πηγαίνω κάτω στο ειδικό θάλαμο. Εκείνο στέκεται εκεί πά­ντα ακίνητο και πάντα φρικαλέο. Όποτε θέλω να υποτι­μήσω τον κλώνο μου τον λέω «εκείνο» προσπαθώντας να αποστα­σιοποιηθώ από το γεγονός πώς «εκείνο» στην ουσία είμαι εγώ χωρίς κεφάλι. Δίπλα βρίσκεται ο θάλαμος με τον τελευταίο κλώνο της γυναίκας μου ακέφαλος κι αυτός επίσης.

Κοίταξε λοιπόν νοσηρή έμπνευση μ’ αυτούς τους απο­κεφα­λισμούς των κλώνων. Όμως μάλλον δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Τους περισσότερους τους χτύπησε το σύν­δρομο του κλώνου πριν περάσουν 200-300 χρόνια. Ενώ μέχρι τότε τους είχαμε μόνο για βιολογικά ανταλλακτικά, ξαφνικά όλοι ήθελαν να μοιάσουν στους κλώνους τους. Τους ζήλευαν, ή ήθελαν να το κάνουν με τους κλώνους των γυναικών τους ή των άλλων.

Εγώ θυμάμαι πως τα έβρισκα γελοία όλα αυτά. Πάντα ήμουν είρων με τον κλώνο μου, είναι η αλήθεια, από την αρχή αυτής της ιστορίας πριν από κοντά μισή χιλιετηρίδα. Τον έβλεπα όπως τα αρνιά στο τσιγκέλι. Τι απομυθοποιη­μένο, άβουλο, καταδικασμένο πλάσμα!

Για την πλειοψηφία όμως δεν ήταν έτσι μιας και οι κλώνοι ήταν μεν ομοιώματα μας, όμως με αστραφτερό νε­ανικό δέρμα. Το δέρμα ήταν η αδυναμία του συστήματος μας. Γιατί η επι­στήμη δεν ήταν και τόσο τίμια τελικά με μας, αν κρίνει κανείς πώς μας τα είχαν πει. Πως θα δια­τηρούμασταν για πάντα νέοι, χάριν στις σταδιακές επι­σκευές με φρέσκα ανταλλακτικά από τους κλώνους μας. Πώς θα ζούσαμε αιώνια.

Όμως παρά την πρόοδο της τεχνολογίας των μεταμο­σχεύ­σεων το δέρμα ποτέ δεν μπόρεσε να μεταμοσχευτεί εξολοκλή­ρου. Μερικοί κάναν σταδιακές επεμβάσεις και ύστερα αυτο­κτόνησαν. Η θέα ενός δέρματος γεμάτου μπα­λώματα, υπενθύ­μιζε εκτός της άσχημης όψης και τα εσω­τερικά όργανα που όλοι αλλάζαμε κάθε τόσο με αποτέλε­σμα το άτομο να χάνει την συνείδηση της ταυτότητάς του και να ταυτίζεται ολοένα με τους κλώνους του. Όσοι αυτο­κτονούσαν κατάληγαν λίγο πριν την αυτοκτονία να νοιώ­θουν σαν μία τεράστια σακούλα από ανταλλακτικά. Έτσι σπάνια αποφάσιζε κανείς να κάνει μετα­μοσχεύσεις δέρμα­τος. Σαν αποτέλεσμα, το δέρμα μας ύστερα από τα πρώτα 150 χρόνια είναι αιώνια αχνό, με μία απόχρωση κιτρινο­γκρί.

Έτσι άρχισαν όλα. Ήταν μία απρόβλεπτη τροπή σε όλη αυτή την ιστορία της αθανασίας, ο φθόνος προς τους κλώ­νους. Καλά τα συκώτια, οι σπλήνες, τα άντερα, όμως πολ­λοί επιθυ­μούσαν ξάφνου ένα καινούργιο κεφάλι.

Πώς μπορείς να επιθυμήσεις καινούργιο κεφάλι ή πιο συ­γκεκριμένα το κεφάλι ενός άλλου; Ύστερα ποιος θα εί­σαι; Ει­δικά όταν πρόκειται για το κεφάλι του κλώνου σου που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κρέμεται στο ψυγείο τότε γίνεται ακόμη πιο περίεργο. Θα έχεις ένα κεφάλι παρθένο, χωρίς εγ­γραφές, χωρίς γνώση. Ένα τίποτα που απλά θα κουβαλούσε την μορφή μας.

Η απόφαση από τον Κεντρικό Έλεγχο ήταν αδιαπραγμά­τευτη. Μπορούσαμε να αλλάξουμε όλα μας τα ανταλλακτικά, όμως το κεφάλι, ο εγκέφαλος μας δηλαδή και όλες του οι μνή­μες θα παρέμεναν των αρχικών κατό­χων τους. Τι θα έκαναν μέσα σε ενήλικα κορμιά εγκέφα­λοι χωρίς καμία εγγραφή; Χω­ρίς την γνώση του νόμου και της τάξης;

Κάθομαι στο υπόγειο και κοιτάζω τον κλώνο μου. Έχω στήσει μία κουνιστή πολυθρόνα μπροστά από το ψυγείο του γιατί εδώ και κάμποσο καιρό το κάνω συχνά. Κάθομαι εκεί και τον κοιτάζω. Με βοηθάει να σκέφτομαι, να διαλο­γίζομαι για όσα μου συμβαίνουν τώρα, και όσα συνταρα­κτικά πρόκειται να μου συμβούν οσονούπω. Κουνιέμαι πέρα δώθε στην πολυ­θρόνα μου και παρατηρώ το τεράστιο ακέφαλο ζωντανό πτώμα στο οποίο οφείλω τη ζωή μου, εδώ και τόσα χρόνια.

Ζωή. Τετρακόσια χρόνια έχουν περάσει από την αρχή του ονείρου. από τότε που η ζωή έγινε κάτι τελείως αλλιώ­τικο από ότι ξέραμε. Στην αρχή, για μία περίοδο 30-40 χρόνων όλα γί­νονταν μυστικά. Έπρεπε να αλλάζουμε ταυ­τότητες κάθε τόσο, δουλειές, φίλους, πόλεις. Σαν περιπλα­νώμενοι στο διάστημα μπαινοβγαίναμε στη ζωή κάθε 30-40 χρόνια. Την ζωή που ήξεραν οι άλλοι δηλαδή. Αυτή όπου κάποιοι, μεγάλωναν γερ­νούσαν και πέθαιναν. Έτσι κι εμείς κάθε τόσο έπρεπε να πε­θαίνουμε. Αν ζούσαμε διαρκώς θα δημιουργούνταν υποψίες.

Ήταν κουραστικό όμως είχε σασπένς. Τουλάχιστον τότε, δεν βαριόμασταν. Λίγο που ήταν καινούργιο το σύστημα, λίγο η μυστικότητα γύρω από το θέμα ποτέ δεν ήξερες αν θα επα­νέλθεις όντως ξανά. Εκείνη η μακάβρια διαδικασία με τα φέ­ρετρα ήταν το πιο καταπληκτικό. Κάθε φορά που υποτίθεται τα τινάζαμε μας χώνανε μέσα στις κάσες με κάτι ενέσεις που μείωναν τον καρδιακό μας παλμό. Ύστερα από δύο μέρες, αφού μας έβγαζαν βλέπαμε στο βίντεο την τελετή της ταφής μας.

Τι συγκίνηση! Πόσοι έκλαιγαν πόσοι χαίρονταν σε όλες αυτές τις κηδείες. Πάντα για κάποιους άλλους, αφού εμείς κάθε φορά ήμασταν κάποιοι άλλοι. Ωστόσο ήταν συναρπα­στικό όλο αυτό το καθαρόαιμο reality show με πρωταγωνιστές εμάς.

Κάποιες φορές πάντως είχα στενοχωρηθεί πολύ με το θά­νατό μου. Μερικές γυναίκες που με αγαπούσαν και κάποιοι φίλοι που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι είχα εκδηλώ­θηκαν ξε­σπώντας σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Θυ­μάμαι πόσο ήθελα να πάω να τους βρω τότε. Να τους μπάσω κι αυτούς στη μυστική συμφωνία στην οποία ανήκα, και να τους έχω μαζί μου τώρα, φίλους για πάντα!

Όμως δεν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Έπρεπε να τη­ρη­θούν τα προσχήματα. Στην αρχή ήταν φοβερό να ξέ­ρουμε πως εμείς θα ζούσαμε κι οι άλλοι θα πέθαιναν, χω­ρίς να το λέμε πουθενά. Όμως το ότι θα πεθαίναμε κι εμείς σαν τους άλλους έτσι και μιλούσαμε, μας έκοβε κάθε διάθεση να μοιραστούμε τις όποιες ανησυχίες μας. Με τον καιρό τις συνηθίσαμε κι αυ­τές, όπως συνηθίσαμε τα πάντα. Μόνο η ελπίδα έμεινε πως κάποια στιγμή το σύ­στημα θα εφαρμοζόταν και για αυτούς που αφήναμε κάθε τόσο πίσω μας.

Αυτό όμως τελικά δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μας το έλεγαν μόνο για να μας καθησυχάσουν. Ήταν η ασφαλι­στική ψυχολο­γική δικλείδα για να μην σπάσουμε και αποκαλύψουμε οτιδή­ποτε, κάτω από την συναισθηματική πίεση που υποκείμεθα, κάθε φορά που πεθαίναμε και ξα­ναγεννιόμασταν κάπου αλ­λού.

Η μετάβαση στην Επόμενη Τάξη απαιτούσε κάποια τε­χνο­λογική υποδομή. Οι περισσότερες εργασίες θα γίνο­νταν από ρομπότ. Η παραγωγή και διάθεση των τροφίμων θα ήταν σχε­δόν εξ ολοκλήρου αυτοματοποιημένη. Ακόμη και η ενέργεια θα είχε ολοκληρώσει την μετάβαση της σε πλήρως ανανεώσι­μες πηγές.

Προχωρώντας στην εφαρμογή όλων αυτών, οι ανθρώπι­νες εργασίες όπως ήταν επόμενο είχαν μειωθεί σταδιακά στο ελά­χιστο. Έτσι, όχι μόνο δουλειές δεν υπήρχαν, ούτε επρόκειτο να δημιουργηθούν ποτέ ξανά, αφού αυτό ακρι­βώς ήταν το σχέδιο. Η αυτοσυντηρούμενη ανθρωπότητα και η κατάργηση της ερ­γατικής τάξης ώστε στο μέλλον να εκλείψουν οι ταραχές με μοχλό της κοινωνικές ανισότη­τες. Η καινούργια ανθρωπότητα θα εργαζόταν μόνο ελέγ­χοντας τα ρομπότ.

Μέχρι τότε όμως οι ταραχές από όλο τον κόσμο που ολοένα έμενε χωρίς δουλειά, ήταν καθημερινές. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το να αποκαλυφθεί πως κάποιοι θα ζούσαν για πάντα, όταν  οι περισσότεροι θα πέθαιναν από την πείνα θα ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί.

Βέβαια σκέφτομαι τώρα, οι πλούσιοι, ένας τον οποίων ήμουν κι εγώ, μπορούσαμε να καταργήσουμε το οικονο­μικό σύστημα βασιζόμενοι στην τεχνολογική αυτονομία που είχε επιτευχθεί. Το οικονομικό σύστημα ήμασταν εμείς, υπήρχε για μας και δούλευε για να κάνει πλού­σιους εμάς και μόνο. Κα­ταργώντας τη διαδικασία της υπε­ραξίας και παρέχοντας άσυλο με τα λεφτά μας στους φτω­χούς, αφού πλέον θα δούλευαν τα ρομπότ για μάς, θα κα­ταργούσαμε τις ανισότητες και τις ταρα­χές επίσης.

Όμως δεν ήμασταν έτοιμοι για να κάνουμε εμείς κάτι τέ­τοιο. Δεν ξέραμε καν τι ακριβώς συνέβαινε. Για μας η αιωνιό­τητα ήταν ένα πανάκριβο αξεσουάρ που μπορού­σαμε να αγο­ράσουμε με τα χρήματά μας. Κάτι που οι άλ­λοι, οι λιγότερο πλούσιοι, απλά δεν μπορούσαν. Δεν νοιώ­θαμε ότι αποτελού­σαμε μέρος ενός γενικότερου σχεδίου. Ούτε ξέραμε τι επρό­κειτο να συμβεί με τους άλλους. Όλοι πιστεύαμε πως τα ψυ­γεία DNA όπως έλεγαν τα ψυγεία κλώνων, κάποια στιγμή, θα γίνονταν προσιτά στον καθένα.

Το είχαμε δει σαν παιχνίδι τότε και κανείς δεν πίστευε ότι θα ζήσουμε αιώνια, αλλά απλά ότι θα ζήσουμε λίγο καλύτερα και λίγο παραπάνω. Όμως δεν ήταν έτσι. Όλος ο πλανήτης είχε γίνει πεδίο εφαρμογής ενός πειράματος στο οποίο εμείς απλά αποτελούσαμε τα ιατρικά, ας το πούμε  έτσι, δεδομένα.

Είναι άραγε αυτά που με βαραίνουν τώρα; Τι θέση θα είχα πάρει αν ήξερα; Θα μπορούσα άραγε ποτέ να αρνηθώ την πρό­ταση να ζήσω και να μην πεθάνω; Δεν νομίζω πως θα είχα κά­νει τίποτα διαφορετικό, όμως θα προτιμούσα να μην είχα μά­θει ποτέ τι πραγματικά έγινε τότε. Κι αυτό όμως τελικά στάθηκε αναπόφευκτο.

Είχαν περάσει περίπου 2 αιώνες από την Επόμενη Τάξη πραγμάτων. Έως τότε δεν είχαν υπάρξει σοβαρά κοι­νωνικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα με την ιστορία του φθό­νου προς τους κλώνους όμως που είχε ήδη αρχίσει, κάποια στιγμή, δεσμεύσαμε την ενέργεια των κε­ραυνών.

Έως τότε, η φρίκη της ραγδαίας μείωσης του πληθυ­σμού που είχε συμβεί πριν 120 χρόνια, είχε μείνει στην μνήμη μας σαν μία παγκόσμια οικονομική κρίση που εξαφάνισε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα 2/3 του πληθυ­σμού του πλανήτη. Ευ­λογώντας την τύχη μας που μας είχε κάνει πλούσιους και εί­χαμε επιβιώσει, ύστερα από 20-30 χρόνια δεν ασχολήθηκε πλέον κανείς περισσότερο με το θέμα.

Συνηθίσαμε τις καινούργιες ανέσεις, την πραγματικά Επό­μενη Τάξη, όπως σιγά σιγά συνηθίσαμε και την αιω­νιότητα. Πάνω που όλα πήγαιναν καλά, με τη δέσμευση των κεραυνών άρχισαν να διαρρέουν κάτι γκρίνιες από κύκλους μέσα στο σύστημα. Επιστήμονες, γιατρούς, ιδιο­κτήτες κέντρων έρευνας και τεχνολογίας. Ειπώθηκε πως η καθαρή, αστείρευτη και αει­φόρος ενέργεια που είχαμε δε­σμεύσει ήταν 100 φορές περισ­σότερη απ’ όση θα χρειαζό­μασταν ακόμη και με όλο το πλη­θυσμό που κάποτε είχε η γη μας.

Τότε έγινε αντιληπτό πώς ότι είχε γίνει τότε δεν είχε γί­νει τυχαία όπως όλοι νομίζαμε. Δεν ήταν μία ανεξέλεγκτη τυχαία κρίση. Ήταν κάτι που είχε προγραμματιστεί μόνο εξ αιτίας της ανεπάρκειας ενέργειας.

Αυτό έφερε το πάνω κάτω στην κοινωνία μας. Ζούσαμε πλέον όλοι σε μία απόλυτα δομημένη τάξη, με μία πολύ εξε­λιγμένη αίσθηση δικαίου, πολιτισμού και αφοσίωσης στο σύ­στημα. Οι τάξεις, το χρήμα ή η ενέργεια, είχαν πά­ψει από καιρό να είναι αιτίες για οποιουδήποτε είδους βία. Δεν υπήρ­χαν η εξουσία και οι υπήκοοι της με τον τρόπο που υπήρχαν παλιά.

Σ’ αυτό το κλίμα, η αίσθηση ότι από την αρχή της εφαρμο­γής του σχεδίου που απολαμβάναμε, υπήρχαν δύο στρατόπεδα, αυτών που αποφασίζουν για τη ζωή και αυτών που υπόκεινται τις αποφάσεις, θα διέλυε τον ακρο­γωνιαίο λίθο της κοινωνίας μας. Την αθανασία. Δεν υπάρ­χει αθανασία όταν η ζωή σου εξαρτάται από κάποιον άλ­λον. Και σ’ αυτό το επιχείρημα ακριβώς στηρίχτηκε όλη η επιχειρηματολογία όταν ξέσπασε η κρίση των κεραυνών. Ότι η ζωή μας δεν εξαρτιόταν από κανέ­ναν, γιατί όλα είχαν γίνει για μας.

Αποφασίστηκε να αποκαλυφτούν όλα, στηρίζοντας στην πράξη το αξίωμα της διαφάνειας στην καινούργια κρυστάλ­λινη κοινωνική δομή. Χωρίς αυτήν τη διαφάνεια θα επέρχετο η αμφιβολία και στη συνέχεια η βία, πάλι, άσχετο αν αυτή τη φορά θα γινόταν για λόγους που δεν θα αφορούσαν συμφέρο­ντα αλλά συνειδήσεις.

Έτσι τα μάθαμε όλα θέλοντας και μη. «Είχε γίνει λάθος στην εφαρμογή» μας είπαν. «Δεν υπήρξε παράλληλη κοινω­νική και νομοθετική ρύθμιση ώστε το όλο σχέδιο να συμβαδί­ζει με την επιστημονική εξέλιξη. Όσο οι καινούρ­γιες κατακτή­σεις της τεχνολογίας και της ιατρικής δοκι­μάζονταν και εφαρ­μόζονταν ο μέσος όρος ζωής είχε φτάσει ήδη στα 90 χρόνια. Παράλληλα οι δουλειές μειώνονταν ολοένα δημιουργώντας αδιαχώρητο.

Αν όσοι ήταν 15 ή και 20 χρονών τότε ζούσαν 90-100 χρό­νια, το όλο σχέδιο θα κατέρρεε μαθηματικά από πα­ντελή έλ­λειψη πόρων κάποια στιγμή, είτε ενεργειακών είτε οικονομι­κών. Ακόμη κι αν στειρώναμε δια νόμου όλο το πληθυσμό, πάλι οι υπάρχοντες αρκούσαν για να δημιουρ­γήσουν μεγάλο πρόβλημα. Γιατί δεν γερνούσαν.

Οπότε; Πόσο θα άντεχε η μυστικότητα στην κοινωνική πί­εση και τις ταραχές; Και τι χειρότερο από το να αποκα­λυφθεί, υπό τέτοιες συνθήκες, πως κάποιοι πλούσιοι θα ζούσαν για πάντα; Πως από τους υπόλοιπους δεν επιτρε­πόταν να επιζή­σουν ούτε τα παιδιά τους;

Εξ άλλου, συνέχιζαν οι εξηγήσεις, το θέμα δεν ήταν μόνο ηθικό. Οι συντάξεις απορροφούσαν ολοένα και με­γαλύτερο μέρος της υπάρχουσας ενέργειας, υπό μορφή χρήματος. Επι­χειρώντας να ανεβάσουμε το επίπεδο της συνταξιοδότησης στα 75 χρόνια, πάλι δεν ήταν λύση αφού δουλειές δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς και όλοι αυτοί οι γέ­ροι δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψουν έως τότε αφού για τις ελάχιστες πλέον υπάρ­χουσες δουλειές φυσικά οι εργοδότες θα προτιμούσαν άνερ­γους νέους παρά άνεργους γέρους.

Αν τέλος καταργούσαμε το επίδομα ανεργίας για εκα­τομ­μύρια ανέργους, εκεί θα ήταν το οριστικό τέλος. Θα έκανε όλο αυτό το πλήθος σε μία στιγμή έναν τεράστιο και  αχαλίνωτο επαναστατικό στρατό που θα κατέστρεφε τα πάντα χωρίς λόγο. Ενώ εμείς ακόμα και αν έγινε ότι έγινε, τουλάχιστον εί­χαμε έναν σκοπό.»

«Την λύση», όπως μας είπαν, «την έδωσε η πραγματικό­τητα. Η μάζα, ήταν έτσι κι αλλιώς χωρίς δουλειές, χωρίς χρή­ματα, και χωρίς ελπίδα. Ζούσε μία κόλαση που τους οδηγούσε γρήγορα σε φυσικό θάνατο. Δεν τους δολοφονή­σαμε, μας εί­παν. Απλά επιταχύναμε μια διαδικασία που υπήρχε ήδη, πριν η αναρχία διαλύσει τα πάντα.

Τα ναρκωτικά και το εμπόριό διευκολύνθηκαν σταματώ­ντας κάθε δίωξή τους. Οι ανώτεροι της νομικής αλυσίδας, βρί­σκονταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες της Επόμενης Τάξης και η συμμετοχή όπως και η εχεμύθεια τους ήταν δεδομένη. Τα υπόλοιπα θα τα ανελάμβανε η προτεραία ανθρώπινη φύση», είχαν καταλήξει θέλοντας να μας χαλαρώσουν προφανώς με την ιδέα πως η σημερινή μας φύση όσο και της διοίκησης μας δεν είχε καμία σχέση με την παλιά. Ότι είχαμε πλέον αναβαθ­μιστεί σαν είδος και όχι μόνο σαν σάρκες.

«Προωθώντας σε ανώτατο επίπεδο, την ανοχή σε κάθε εί­δους διαφθορά σύντομα οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν και ένα μικρό προσωπικό δίκτυο διανομής ναρκωτι­κών. Το σχέδιο δούλευε τέλεια. Οι παράνομοι που τους εξυπηρετούσαν ποτέ δεν τους κατέδιδαν αφού οι αστυνο­μικοί διευκολύνονταν στην παρανομία τους. Η ανώτεροι, όντας ενταγμένοι στο σχέ­διο δεν διενεργούσαν καμία έρευνα εις βάθος. Αν κατά τύχη γινόταν καμία έρευνα από κάποιον πολύ επίμονο και φιλότιμο ντετέκτιβ, τότε οι ανώ­τεροι ενταγμένοι στο σχέδιο, στους οποίους κάποια στιγμή έφταναν οι υποθέσεις, την οδηγούσαν στη λήθη ή στο χάος, χρονοτριβώντας ή εξαλείφοντας τα απο­δεικτικά στοιχεία. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που κάποιοι επέμε­ναν πέραν αυτών, βρισκόταν δολοφονημένοι, από τους κακοποιούς των οποίων τα συμφέροντα θίγονταν. Έτσι τα ναρκωτικά εξαπλώθηκαν ραγδαία και εκτός από την υγεία τους, όντας παράνομα, κατέστρεφαν τους νέους και οικονο­μικά, αφού ήταν πάντα πανάκριβα.

Σε λίγο καιρό το μεγαλύτερο πρόβλημα της Επόμενης Τά­ξης πραγμάτων είχε εκλείψει. Οι νέοι δεν θα γερνούσαν. Απελπισμένοι, με πρώτη αιτία θανάτου τα ναρκωτικά, δεύ­τερη τις συγκρούσεις από μέθη και τρίτη τις αυτοκτονίες, ο αριθμός τους μειωνόταν με ολοένα αυξανόμενους ρυθ­μούς.

Το πρόβλημα των γέρων αποδείχθηκε ακόμη πιο απλό. Οι παρατεταμένες συντάξεις έδειχναν μεν μία κοινωνική πρόνοια, όμως δεν εξασφάλιζε και παρατεταμένη ζωή. Χω­ρίς εξειδι­κευμένες ιατρικές επεμβάσεις κανείς δεν μπο­ρούσε να επιβιώ­σει πέραν ενός σημείου. Οι γιατροί που τις έκαναν, ήταν φυ­σικά από τους πρώτους που συμμετεί­χαν στο πρόγραμμα της Επόμενης Τάξης, αφού όλες οι μελλοντικές μεταμοσχεύσεις εξαρτιόνταν από αυτούς. Έτσι αρκούσε να ανεβάσουν τα τιμο­λόγιά τους σε δυσθεώρητα ύψη ώστε το συντριπτικά μεγαλύ­τερο μέρος του πληθυ­σμού να είναι έρμαιο της τύχης του μετά τα 60-65 τους χρόνια.

Μέσα σε μία τέτοια κατάσταση όπως ήταν φυσικό για τις μεσαίες ηλικίες δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα μέτρα. Η κα­τάθλιψη λόγω της ανεργίας της φτώχειας και της γενικότε­ρης απόγνω­σης θέριζε. Εμφράγματα, εγκεφαλικά και καρκίνοι έγιναν κα­θημερινότητα. Οι εφημερίδες έγραφαν μεν, διαμαρτυρόμενες για το φαινόμενο, όμως αυτό απλά επέτεινε την γενικότερη απόγνωση οδηγώντας ακόμη πε­ρισσότερους στην αυτοκτονία ή τον φυσικό μαρασμό.

Θα σκέφτεστε» μας είχαν πει καταλήγοντας σε όλη αυτή τη φρίκη «μπροστά σε τι τρομάξαμε τόσο ώστε να προ­βούμε σε τόσο δραστικές λύσεις. Οι δρόμοι ήταν δύο. Η αυτό που κά­ναμε ή ο πόλεμος ο οποίος θα προέκυπτε κάπως, με κάποιον τρόπο και θα ήταν καθολικός πλέον. Θα κατέστρεφε όλο τον κόσμο. Κρίνετε αυστηρά» κατέλη­γαν , διαβάζοντας την σκέψη μας, «την κατάσταση, γιατί το κάνετε με τα σημερινά δεδο­μένα. Όμως τότε δεν ήταν έτσι. Η ενεργειακή επάρκεια δεν αναζητείτο τότε για να δουλεύ­ουμε λιγότερο. Αναζητείτο για να επιβιώσουμε.

Ίσως σε μία πειραματική εφαρμογή, να προλαβαίναμε να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που θα είχε εφαρμογή στο σύνολο του πληθυσμού. Να μειώσουμε δηλαδή τις ώρες εργασίας σταδιακά, να αρχίσουμε να μοιράζουμε αγαθά που προέκυ­πταν από την εκμετάλλευση των μηχανών, και έτσι να απαιτή­σουμε τελικά τον δυναμικό έλεγχο των γεν­νήσεων δικαιωμα­τικά. Προκειμένου να συνεχιστούν οι παροχές. Περιορίζοντας τις γεννήσεις ίσως φτάναμε, στην σημερινή υπερεπάρκεια ενέργειας όπου όλος ο τότε πλη­θυσμός, χωρίς να έχει εν τω μεταξύ διαλύσει το σύμπαν, θα μπορούσε να ζήσει όπως εσείς».

Αυτό το «εσείς» μας έκανε να αισθανθούμε τότε σαν οι κύ­ριοι υπαίτιοι ενός εγκλήματος που έως τότε δεν γνωρί­ζαμε και το οποίο όμως είχε γίνει για μάς.

«Ήδη οι πλουτοπαραγωγικές πηγές» συνέχιζαν οι εκπλη­κτικές εξηγήσεις «μέχρι τότε, αντικαθιστούσαν τα φτηνά ερ­γατικά χέρια με ακόμη φτηνότερες μηχανές. Ύστερα από κά­ποιο σημείο όμως, όποτε προέκυπτε κά­ποια ενεργειακή αυτο­νομία που ισοδυναμούσε με φτηνό­τερη παραγωγή, αυτό δεν απέδιδε φτηνότερα προϊόντα αλλά απλά μεγάλωνε την ψαλίδα μεταξύ εσάς» και έδει­χναν εμάς » και των φτωχών. Με αποτέ­λεσμα ακόμη μεγα­λύτερα κέρδη για σας και ακόμη μεγαλύτε­ρες ταραχές.

Προς τι κι αν εξασφαλίζαμε την αιωνιότητα σε σάς χω­ρίς να ρυθμίσουμε ταυτόχρονα όλα τα άλλα θέματα που θα απει­λούσαν αυτή την αιωνιότητα. Σε έναν πόλεμο δεν θα επιζούσε κανείς. Όπως θα κατέληγε κάποια στιγμή πυ­ρηνικός, ένας πλανήτης μολυσμένος για πάρα πολλά χρό­νια από ραδιενεργά κατάλοιπα, ήταν κάτι που κανείς δεν ήθελε. Ούτε κι εσείς. Και τον πόλεμο αυτόν θα τον είχατε κάνει εσείς.

Γιατί πάλι κρίνετε με τα σημερινά δεδομένα», κατέλη­γαν. «Τότε δεν υπήρχε ο αγώνας για την ευδαιμονία, ούτε μία κοι­νωνία σαν την σημερινή, δομημένη, σταθερή με αποστροφή για την βία και ένα ολόκληρο σύστημα να την προασπίζει από αυτή. Τότε, κάτι που ίσως το θυμάστε ακόμη αμυδρά, ήσασταν προνομιούχοι εφαρμόζοντας ακριβώς αυτή τη βία σε κάθε επί­πεδο και πιθανή παραλ­λαγή της. Κοινωνική, ψυχολογική, πο­λιτική και βέβαια στρατιωτική και οικονομική, σε κάθε κοινω­νική βαθμίδα και σε κάθε συναναστροφή. Η ενέργεια, η φθη­νότερη και περισσότερη ενέργεια, στα χέρια του κάθε ένα σας δεν ήταν ένα πλεονέκτημα για την ανθρωπότητα, αλλά ένα δικό σας πλεονέκτημα στην μάχη με τον εκάστοτε αντί­παλό σας. Στον αγώνα σας για μεγαλύτερο πλουτισμό κά­ποια στιγμή θα τρωγόσασταν μεταξύ σας, παρασύροντας σε έναν  πόλεμό σας και ολόκληρο τον πλανήτη». Έτσι μας έπεισαν πως παρά που δολοφονήθηκαν τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα 2/3 του πλανήτη, και μάλιστα εξ αι­τίας μας, όλα πή­γαν καλά.

Όμως πάρα πολλοί απέκτησαν επιφυλάξεις τότε για την σοφία του συστήματος. Πρώτη φορά μαθαίναμε πόσα εί­χαν γίνει για μας, και εξ αιτίας μας, χωρίς να ξέρουμε εμείς τίποτα. Πολλοί ένοιωσαν αδικημένοι και θεώρησαν ότι δεν είχαν δο­κιμαστεί όλες οι εναλλακτικές πολιτικές. Ότι δεν τους είχε δο­θεί η δυνατότητα επιλογής, παρά που τα επιχειρήματα ίσως ακούγονταν σωστά τώρα. Ότι αν ετί­θετο τότε, πολλοί θα προ­τιμούσαν να ρισκάρουν την ευ­δαιμονία μαζί με τους υπόλοι­πους, αντί για μία αιωνιό­τητα  με τη συνείδηση της εξόντωσης όλου του έως τότε πολιτισμού, μαζί με τους κατοίκους του.

Στο τέλος τέλος, ακούστηκαν κι αυτές οι απόψεις, ο πλού­τος ήταν απαραίτητος για να εξασφαλίζει προνόμια στο προη­γούμενο σύστημα. Στο τωρινό τα προνόμια αυτά δεν ήταν απαραίτητα, αφού όλοι ήταν προνομιούχοι. Οπότε προς τι όλο αυτό το φρικαλέο σχέδιο και η ενοχή την οποία οι εμπνευστές του συστήματος έκριναν απαραί­τητη και επέβαλαν αυθαίρετα σε όλους τους σημερινούς επιζήσαντες χωρίς να ρωτήσουν κανέναν;

Αυτός ήταν ο πυρήνας της κρίσης των Κεραυνών. Η αμφι­σβήτηση. Οι περισσότερο απογοητευμένοι από τις εξηγήσεις έκριναν πως το σύστημα δεν ήταν αλάνθαστο, και κάθε άλλο παρά σοφό. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο μία ακόμη παράμε­τρος.

Μετά τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού τότε, τα προ­σχή­ματα δεν ήταν πλέον αναγκαία ούτε η μυστικότητα. Ήταν η λεγόμενη τελική φάση και οι όροι τίθεντο πλέον σαφώς.

Όσες γυναίκες ήθελαν να μπούνε στο πρόγραμμα τους ζη­τήθηκε ξεκάθαρα να στειρωθούν προκειμένου να υπάρ­χει απόλυτος έλεγχος του πληθυσμού από τότε και ύστερα. Αυτά πέραν του τεράστιου ποσού που έπρεπε να καταβάλουν για τα υπόλοιπα, ψυγείο DNA κλώνων, συμ­βόλαιο μεταμοσχευτικής υποστήριξης, υποχρεώσεις δη­λαδή που αφορούσαν και τους άντρες.

Όσοι δεν συμφωνούσαν μπορούσαν να γεράσουν φυ­σιολο­γικά και να πεθάνουν ζώντας μερικά ευτυχισμένα χρόνια. Στον τακτοποιημένο πλέον κόσμο που είχε αρκετή  ενέργεια και αγαθά να υποστηρίζει τους εναπομείναντες χωρίς να εργάζο­νται, πληρώνοντας κι αυτοί βέβαια κάποια συμμετοχή στο σύ­στημα, όμως πολύ μικρότερα ποσά.

Τότε αυτές οι ρυθμίσεις είχαν φανεί δίκαιες στους επι­ζήσα­ντες, γιατί η μοίρα όλου του υπόλοιπου πλανήτη, φαινόταν σαν μία ανωτέρα βία, ένας κατακλυσμός από τον οποίο θα ξέ­φευγαν αγοράζοντας μία θέση, με τα χρήματά τους, στην μο­ντέρνα Κιβωτό, και δεχόμενοι κάποιους ασήμαντους όρους. Πάνω στην κρίση που προέκυψε όμως ή στείρωση των γυναι­κών φάνηκε σαν ένα μέτρο που είχε υποχρεώσει τους άντρες που δεν είχαν κάνει παιδιά μέχρι τότε, να τα στερηθούν αιώνια χωρίς λόγο.

Πολλοί άρχισαν να κάνουν έρωτα με τους κλώνους των γυ­ναικών τους οι οποίοι διέθεταν ωοθήκες. Προφανώς δεν τους γοήτευαν τα σώματα στα ψυγεία πόσο μάλλον τώρα που η αντιπάθεια προς ολόκληρο το σύστημα γιγαντωνό­ταν. Οι κλώ­νοι ήταν σώματα ενηλίκων με εγκεφάλους παι­διών 1 μηνός. Δεν αντιδρούσαν, δεν μιλούσαν, δεν ασκού­σαν καμία γοητεία. Όμως η όλη κίνηση ήταν περισσότερο σαν μομφή παρά γιατί ήθελαν πραγματικά παιδιά μαζί τους

Οι περιπτώσεις που τελικά, πέραν του σεξ η εγκυμο­σύνη ευόδωσε ήταν λίγες. Οι  γυναίκες των δραστών θίγο­νταν και, είτε σκότωναν τον κλώνο τους που εγκυμονούσε, είτε τους συντρόφους τους. Αυτό δημιουργούσε μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό ταυτόχρονα κόστος.  Πέραν του ότι ξαναγύριζε την κοινωνία στην εποχή της βίας, μάλιστα σε έναν πολιτισμό πλέον, ελάχιστα αστυνομευμένο, οι κλώνοι των εξαπατημένων γυναικών, που το κράτος είχε υποχρέωση να αντικαταστήσει, κόστιζαν. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα οι θανατώσεις των ελά­χιστων παιδιών που προέκυψαν από τις επαφές με τους κλώ­νους, ήταν η στα­γόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Όλοι είχαμε μία ευλαβική προσήλωση στο νόμο τότε και, για πρώτη φορά στην ιστορία, αυτό δεν συνέβαινε από φόβο αλλά από σεβασμό. Ο νόμος, και η σοφία του όλου συστήμα­τος εξασφάλιζαν την εκτίμηση και την υπακοή μας, όπως ταυ­τόχρονα και την κορυφαία ποιότητα της ζωής μας. Μιας ζωής που θα κρατούσε για πάντα.

Μπροστά στην θανάτωση των παιδιών, που πάντα εξέ­φρα­ζαν εννοιολογικά το αύριο, η κρίση πήρε τελικά τερά­στιες διαστάσεις. Δεν εκφράστηκε βέβαια με ταραχές δια­δηλώσεις ή επανάσταση. Είχαμε από καιρό αποστασιο­ποιηθεί από αυτά τα μοντέλα. Όμως ο πληθυσμός άρχισε για πρώτη φορά να πεθαί­νει ύστερα από 200 χρόνια. Δεν πήγαιναν για μεταμοσχεύσεις κι αυτό ήταν το λιγότερο απ’ όλα. Το κυριότερο ήταν πως η χαρούμενη κοινωνία μας, δεν ήταν πλέον καθόλου χαρούμενη. Όταν πέρα από την άρνηση των μεταμοσχεύσεων, προέκυψαν οι πρώτες αυτο­κτονίες, το σύστημα αποφάσισε πως δεν πή­γαινε άλλο.

Σαν πρώτο μέτρο οι κλώνοι απαγορεύτηκε να έχουν κεφάλι αποθαρρύνοντας έτσι τους πάντες από το σεξ μαζί τους. Ποιος θα μπορούσε να κάνει έρωτα σε ένα ακέφαλο πτώμα μέσα σε ένα ψυγείο στους μείον 5 βαθμούς; Γιατί φυσικά οι κλώνοι έξω από το ψυγείο δεν διατηρούνταν χωρίς τα υποστηρικτικά μηχανήματα. Στην συνέχεια ανα­κοινώθηκε πως για κάθε έναν που αυτοκτονούσε θα δη­μιουργούνταν παιδιά με το DNA του οπότε η πράξη του θα ήταν μάταιη αφού θα εξακολουθούσε να υπάρχει ίδιος και απαράλλαχτος και να υπηρετεί το σύστημα.

Τέλος, κρίθηκε αναγκαία η εκπαίδευση του πληθυσμού στην καινούργια τάξη πραγμάτων. Να γίνει δηλαδή κοινή συ­νείδηση πόσες ακριβώς θυσίες είχαν γίνει όταν το σύ­στημα εφαρμόστηκε και γιατί. Πώς όλα αυτά, και όλοι αυ­τοί, που εί­χαν χαθεί, για να προκύψει η προνομιούχα κα­τάσταση που απολαμβάναμε πλέον εμείς, θα καταστρέφο­νταν χωρίς νόημα, με το ζήτημα των παιδιών, της στείρω­σης και του μέλλοντος όπως το ξέραμε, και έπρεπε πλέον να το ξεχάσουμε.

Η κρίση των κεραυνών οριοθέτησε την οριστική τάξη πραγμάτων. Μέχρι τότε, όλα μας φαίνονταν σαν ένα δια­σκε­δαστικό παιχνίδι με το Θεό, όπου εμείς είχαμε ξεφύγει από την μοίρα που μας είχε ορίσει. Τότε καταλάβαμε για πρώτη φορά πώς δεν ετίθετο τέτοιο θέμα. Πώς η ζωή μας δεν ήταν κάτι μπροστά στο θάνατο, γιατί απλούστατα ο θάνατος δεν υπήρχε πια. Μόνο από ατύχημα μπορούσε να πεθάνει κανείς και τα ατυχήματα όμως ήταν πολύ σπάνια με τέτοια τάξη που ήταν όλα ρυθμισμένα στην εντέλεια.

Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα επισκευάζονταν κάθε είδους ζημιές. Αν κάποιος πλέον προκαλούσε κά­ποιο τόσο σφοδρό ατύχημα που να μην επιβιώσει, ήταν σίγουρο πως επρόκειτο για αυτοκτονία και πέραν του ότι πέθαινε, το κυριότερο ήταν ότι στιγματιζόταν κιόλας σαν αχάριστος και ηλίθιος άνθρωπος. Αυτό μάλιστα, ο στιγμα­τισμός, τώρα που είχε εκλείψει ο θάνατος, ήταν πλέον για μας η υπέρτατη απειλή.  Ήταν θα έλεγε κανείς, το μόνο που μπορούσαμε να πάθουμε.

Εμείς επιβιώσαμε τότε της κρίσης των Κεραυνών. Εγώ δεν έκανα παιδί με τον κλώνο της γυναίκας μου και εκείνη δεν σκότωσε ούτε το παιδί μας, ούτε τον κλώνο της ούτε εμένα. Όμως στα νεκρά βρέφη από τους κλώνους των άλλων, που θα­νατώθηκαν, είδαμε κι εμείς πως το μέλλον δεν υπήρχε πια με την έννοια που το ξέραμε. Δεν αποτε­λούσαν τα παιδιά πλέον το μέλλον μας μιας και το μέλλον μας ήμασταν εμείς. Και ότι ακριβώς αυτό ίσως σήμαινε, πως το μέλλον θα δεν υπήρχε καν, ποτέ ξανά.

Τη γυναίκα μου την έπιασε κατάθλιψη που δεν την εγκατέ­λειψε ποτέ, και τότε ήταν που άρχισα κι εγώ τις επισκέψεις και τους φιλοσοφικούς μου διαλογισμούς με τον κλώνο μου μέσα στο ψυγείο του.

Έτσι έφτασα τώρα 3 αιώνες μετά την κρίση των κεραυ­νών να κάθομαι σκεπτικός στην κουνιστή πολυθρόνα, για πολλο­στή φορά κοιτάζοντας τον ακέφαλο κλώνο μου μέσα στο ψυ­γείο του. Οι σκέψεις μου είναι σκοτεινές, αβυσσα­λέες. Σκέ­φτομαι την αγάπη της γυναίκας μου που αγαπώ τώρα μισή χι­λιετηρίδα. Σκέφτομαι όσα έχουμε πει τον τε­λευταίο καιρό. Και όσα θα γίνουν για τα οποία δεν μας έχει προετοιμάσει κανείς. Θα είναι άραγε τρομερό; Πιο τρομερό από μία θλιμμένη αιω­νιότητα; Πιο τρομερό από το να κάνεις έρωτα με έναν ακέ­φαλο κλώνο; Γιατί αυτό το έχω ήδη κάνει.

Όλα είναι έτοιμα. Στο διπλανό θάλαμο οι αχνοί από την πα­γωμένη υγρασία στο κρύσταλλο κρύβουν τη θέα. Δια­κρίνω την διογκωμένη κοιλιά και θυμάμαι τότε που έκανα για πρώτη φορά αυτή τη φρικαλέα πράξη, ένα χρόνο πριν, κάνοντας έρωτα στον ακέφαλο κλώνο της συμβίας μου. Τον κρατούσε εκείνη ξαπλωμένη από πίσω ώστε βλέποντας το πρόσωπό της να μην τρελαθώ εντελώς πάνω στην πράξη και δεν καταφέρω να εκσπερματώσω.

Ο θάλαμος είναι ρυθμισμένος στους 28 βαθμούς Κελ­σίου από την αρχή της εγκυμοσύνης και μάλλον όλα θα πάνε καλά. Οι τριβές του κλώνου δεν μας ενδιαφέρουν πια. Ένα κλάμα μωρού ακούγεται από το ισόγειο.

–   Τι κάνεις αγάπη μου πάλι κοιτάς τη Τζίνα;

Η γυναίκα μου έχει έρθει κάτω με τον μικρό. Τζίνα λέμε τον κλώνο της.

–   Αναρωτιέμαι αν όλα θα πάνε καλά.

–   Όλα θα πάνε καλά, λέει εκείνη, μην ανησυχείς. Τα παι­διά μας θα είναι μια χαρά.

***

Ναι, θα κάνουμε ένα κοριτσάκι ακόμη, πέρυσι κάναμε ένα αγοράκι. Γιατί η κοινωνία μας είναι τέλεια, δεν εξανα­γκάζει, παίρνει τα κατάλληλα μέτρα και πείθει. Έτσι πέρα από τον αποκεφαλισμό των κλώνων θεσπίστηκε τότε μία βαλβίδα συ­ναισθηματικής ασφαλείας ώστε όσοι ήταν δυ­σαρεστημένοι να μπορούν να αποχωρήσουν. Ήταν προτι­μότερο από το να αυ­τοκτονήσουν, ή να γεράσουν μεταξύ των υπολοίπων επηρεά­ζοντας τους αρνητικά. Αυτό θα δια­τάραζε ακόμη περισσότερο την τάξη την οποία υποτίθεται ο καινούργιος κόσμος είχε κα­τακτήσει. Η αιωνιότητα είναι πολύ μεγάλη για να αντέξει μία αιώνια θλίψη πόσο μάλ­λον αν περιστοιχίζεσαι κι από άλλους θλιμμένους.

Όσοι ήθελαν λοιπόν μπορούσαν, να πάνε στην απομο­νω­μένη ήπειρο, να ζήσουν και να πεθάνουν φυσικά, όπως και όλος ο κόσμος πριν από αυτούς. Δημιουργήθηκε εκεί μία στοι­χειώδης αγροτική υποδομή, με επαρκείς ενερ­γειακές μονάδες και ανέσεις για να συντηρούνται οι κά­τοικοι, εργαζόμενοι για τα τρόφιμά τους.

Η δικιά μας περίπτωση ήταν κάτι που δεν είχε προβλε­φθεί. Κανείς δεν περίμενε πως κάποιοι θα τεκνοποιούσαν με τους ακέφαλους κλώνους. Επίσης η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε τα παιδιά μας χρησι­μοποιώντας τον κλώνο της οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να λυθεί το πρόβλημα μόνο του. Έτσι το σύστημα είχε να αντιμετωπίσει και τους δυο μας σε περίπτωση θανάτωσης των παιδιών μας.

Η λύση που τους προτείναμε έγινε άμεσα δεκτή, άλλω­στε ήταν αυτό που θέλαμε. Θα είχαμε κάθε ιατρική υπο­στήριξη ώστε η γέννες να είναι απροβλημάτιστες. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να φύγουμε αμέσως ύστερα από την δεύτερη γέννα για την απομονωμένη ήπειρο ώστε να μην δημιουργηθεί ανατα­ραχή από τα παιδιά στην εδώ κοινω­νία. Άλλωστε δεν υπάρχει καμία υποδομή για παιδιά εδώ.

Μετά την συμφωνία, η περίπτωσή μας δημοσιοποιή­θηκε, ώστε όποιος ήθελε να ξέρει ότι μπορούσε να κάνει το ίδιο και ότι το σύστημα δεν επιβάλει αυθαίρετα τίποτα σε κανέναν. Δεν υπήρξε τόση προθυμία, όλοι μας κοίταζαν σαν τρελούς είναι η αλήθεια. Εγώ είχα κάνει έρωτα με έναν ακέφαλο κλώνο, η γυναίκα μου μού είχε συμπαρα­σταθεί σ’ αυτό, και το κυριότερο, 300 χρόνια ύστερα από την κρίση των Κεραυνών, θέλαμε παιδιά. Τόσο πολύ που θα στερούμασταν την αθανασία μας. Ήταν σχεδόν ακατα­νόητο.

Πεντακόσια χρόνια ματαιότητας, ένας ολόκληρος κό­σμος νεκροί, και μία αιώνια ησυχία, νοιώθω να με κοιτά­ζουν, μετα­φορικά, μέσα από τα δύο ψυγεία των κλώνων της γυναίκας μου και του δικού μου. Γιατί φυσικά δεν έχουν μάτια για να με κοιτάξουν κανονικά, και τόσα χρό­νια στον καναπέ κακώς προσπαθούσα να κατανοήσω ή να επιτύχω οποιαδήποτε συ­μπαντική επικοινωνία με τον κλώνο μου. Είναι ένα πτώμα από το οποίο εξαρτούσα την αιώνια ζωή μου και τίποτε άλλο. Μία ζωή στην οποία ήμουν κι εγώ επίσης ένα πτώμα αφού στην ουσία δεν είχα ζωή αφού τίποτα δεν θα άλλαζε, ποτέ. Απλά εγώ είχα κε­φάλι κι αυτός δεν είχε.

Σε λίγες μέρες κάπου μακριά, γερνώντας, κοπιάζοντας, ίσως και αρρωσταίνοντας θα αρχίσουμε να πεθαίνουμε πάλι, ύστερα από πολλά χρόνια αθανασίας. Θα είμαστε και πάλι θνητοί. Όμως έτσι θα ξαναζήσουμε πάλι. Βλέπο­ντας τα παιδιά μας να απολαμβάνουν όλα αυτά που κά­ποτε ήτανε πολύτιμα και για μας. Και μας έκαναν να χα­μογελάμε, μας έκαναν πραγματικά χαρούμενους. Επειδή δεν ήταν κάτι ακόμη που είχαμε αγοράσει, με την τεχνο­λογία μας ή με τα χρήματα μας, αλλά όλα αυτά που πραγματικά απολαμβάναμε. Επειδή συνέβαιναν για πρώτη φορά ή επειδή κρατούσανε λίγο. Χωρίς την αθανα­σία. Όμως τι αξίζει μία δυστυχισμένη αιωνιότητα μπροστά σε μια υπέροχη ζωή ξανά;

«Tο θαύμα του Wörgl»

Αυστρία 1932. Eν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, η μικρή πόλη του Wörgl στην Αυστρία πειραματίστηκε επιτυχημένα με το δικό της τοπικό νόμισμα (με τη μορφή ενός scrip σφραγίδα). Με βάση τη σκέψη του Silvio Gesell – οικονομολόγου των αρχών του 20ου αιώνα-  και αρχών που διατύπωσε για την τόνωση της τοπικής οικονομίας, το νέο νόμισμα βοήθησε να ο πληθυσμός να επιστρέψει στην εργασία, και ενέπνευσε πολλές άλλες κοινότητες που ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του Wörgl , μέχρι το πείραμα να  τερματιστεί απότομα από την Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας το 1933. Το παρακάτω είναι η ιστορία του «θαύματος του  Wörgl», το  οποίο έμεινε στην ιστορία σαν το «μέλλον του χρήματος» αφού το σημερινό μοντέλο της παραγωγής άυλου χρηματικού κέρδους, χωρίς αντίκρισμα σε υπαρκτό έργο, δια μέσου της διατραπεζικής τοκογλυφίας και των χρηματιστηριακών συναλλαγών είναι καταδικασμένο με μαθηματική ακρίβεια να εκραγεί και να καταρρεύσει.

Μία από τις πιο γνωστές εφαρμογές της ιδέας scrip-σφραγίδα εφαρμόστηκε στη μικρή πόλη του Wörgl στην Αυστρία το 1932 και το 1933.

Όταν ο Michael Unterguggenberger (1884-1936), εξελέγη δήμαρχος του Wörgl, η πόλη είχε 500 άνεργους και άλλους 1.000 έτοιμους να βγούνε στην ανεργία. Επιπλέον, 200 οικογένειες ήταν απολύτως φτωχές χωρίς δηλαδή καθόλου χρήματα.  Ο δήμαρχος-με-το-μεγάλο-όνομα (όπως ο καθηγητής Irving Fisher από το Yale θα τον αποκαλούσε) ήταν εξοικειωμένος με το έργο του Σίλβιο Gesell και αποφάσισε να το θέσει σε εφαρμογή.

Μιχαήλ Unterguggenberge

Είχε ένα μακρύ κατάλογο έργων που ήθελε να ολοκληρώσει (επαν-ανοίγοντας τους δρόμους, αποκαθιστώντας το σύστημα διανομής νερού για όλη την πόλη, η δενδροφύτευση κατά μήκος των δρόμων και άλλες αναγκαίες επισκευές.) Πολλοί άνθρωποι ήταν πρόθυμοι και ικανοί να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά είχε μόνο 40.000 σελίνια Αυστρίας στην τράπεζα.  Ένα ξεροκόμματο σε σύγκριση με ό, τι έπρεπε να έχει για να πραγματοποιήσει τα έργα που έπρεπε να γίνουν.

Αντί να δαπανήσει τα 40.000 σελίνια για την έναρξη του πρώτου από το μακρύ κατάλογο των έργων του, αποφάσισε να βάλει τα χρήματα σε κατάθεση με μια τοπική τράπεζα αποταμιεύσεων ως εγγύηση για την έκδοση 40.000 από το δικό του Wörgl σελίνι  με την scrip σφραγίδα. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη σφραγίδα scrip για να πληρώσει για το πρώτο έργο του. Επειδή μια σφραγίδα έπρεπε να εφαρμόζεται κάθε μήνα (μειώνοντας το νόμισμα 1% της ονομαστικής αξίας), όλοι όσοι πληρώθηκαν με τη σφραγίδα scrip φρόντισαν να ξοδέψουν τα χρήματα γρήγορα παρέχοντας αυτόματα εργασία για τους άλλους. Οι πολίτες εξάντλησαν τόσο πολύ τις ιδέες τους  στο πώς να ξοδέψουν τις scrip σφραγίδες τους, που αποφάσισαν μάλιστα να πληρώνουν τους φόρους τους πιο νωρίς!

Worgl, ενα σελίνι με σφραγίδες χρόνου κυκλοφορίας

Ετσι το Wörgl ήταν η πρώτη πόλη στην Αυστρία, η οποία ουσιαστικά κατάφερε να διορθώσει,  ή καλύτερα να τα εξαφανίσει εντελώς, την ανεργία. Όχι μόνο φτιάχτηκαν εκ νέου πλακόστρωτα οι δρόμοι και ξαναχτίστηκε ολόκληρο το σύστημα ύδρευσης μαζί με όλο το μακρύ κατάλογο έργων του Δήμαρχου Unterguggenberger, όταν αυτά τελείωσαν άρχισαν να ανοικοδομούνται νέες οικίες, έγινε μια πίστα για άλμα με σκι και μια γέφυρα με μια πινακίδα που με υπερηφάνεια έκτοτε υπενθυμίζει ότι «Αυτή η γέφυρα χτίστηκε με δωρεάν χρήματα δικά μας »(βλ. φωτογραφίες).

Έξι χωριά της περιοχής δέχτηκαν τα script-χαρτονομίσματα και είχαν τέτοια αλματώδη ανάπτυξη που σε ένα απο αυτά χτίστηκε δημοτικό κολυμβητήριο. Ακόμα και ο γάλλος πρωθυπουργός, Εντουάρ Dalladier, έκανε μια ειδική επίσκεψη τότε για να δει από πρώτο χέρι «το θαύμα του Wörgl»

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πλειονότητα των εν λόγω πρόσθετων θέσεων απασχόλησης δεν οφείλεται άμεσα σε σχέδια του δημάρχου, όπως θα συνέβαινε, για παράδειγμα, στα προγράμματα συμβολαίου εργασίας που εφάρμοσε σχεδόν την ίδια εποχή ο Ντελανο Ρούζβελτ . Το μεγαλύτερο μέρος του έργου δόθηκε από την αυξημένη κυκλοφορία της scrip-σφραγίδας. Στην πραγματικότητα, κάθε ένα από τα σελίνια στο script-σφραγίδα δημιούργησε μεταξύ 12 και 14 φορές περισσότερες θέσεις απασχόλησης από τις συνήθεις σελίνια  που κυκλοφορούσαν παράλληλα. Ήταν το πρώτο παγκόσμιο πείραμα όπου αποδείχτηκε περίτρανα ότι η από-συσσώρευση του χρήματος (με μέτρα όπως τη μείωση της αξίας του με το πέρασμα του χρόνο αντί τον τοκισμό και την αύξηση που ισχύει σήμερα)  λειτουργεί ως μια αυθόρμητη συσκευή παραγωγής έργου.

Η κίνηση του Wörgl ήταν τόσο επιτυχής που επαναλήφθηκε, κατ ‘αρχάς στη γειτονική πόλη Kirchbichl τον Ιανουάριο του 1933. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Unterguggenberger απηύθυνε πρόσκληση για συνάντηση με τους εκπροσώπους από 170 άλλες πόλεις και χωριά. Λίγο αργότερα, 200 δήμοι στην Αυστρία ήθελαν να το αντιγράψουν. Ήταν σε εκείνο το σημείο που η κεντρική τράπεζα πανικοβλήθηκε και αποφάσισε να διεκδικήσει τα μονοπωλιακά της δικαιώματα. Οι πολίτες μήνυσαν την κεντρική τράπεζα, αλλά έχασαν την δίκη τον Νοέμβριο του 1933. Η υπόθεση πήγε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, αλλά οι πολίτες έχασαν πάλι. Μετά από αυτό  «το θαύμα του Wörgl»  σταμάτησε και έγινε ποινικό αδίκημα στην Αυστρία η έκδοση  «νομίσματος έκτακτης ανάγκης»

Στερώντας τους την δυνατότητα να βοηθηθούν και να οργανωθούν μόνοι τους, παράγοντας όσο έργο θέλουν, μένει μόνο μια κεντρική «αρχή- σωτήρας»  για  να βοηθήσει τους ανθρώπους που δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους σε τοπικό επίπεδο. Καθορίζοντας αυτή και την ανεργία και τον απορρέοντα από αυτήν θησαυρισμό. Αφού η ανεργία φέρνει τη φτώχεια, η  φτώχεια το χρέος και αυτό με την σειρά του την παραχώρηση της περιουσίας. Η οποία μπορεί να είναι περιουσιακά στοιχεία και γη, όμως και χρόνος ζωής. Είτε ως δουλεία προς εξόφληση των οφειλομένων χρεών είτε με εργασία ελάχιστα αμειβόμενη συνήθως με συνοδεία άγριας φορολογίας. Σας θυμίζει κάτι;

Η γέφυρα του Worgl

Έτσι χωρίς άλλη σωτηρία, οι άνθρωποι καταλήγουν να βλέπουν σαν σωτήρες, την μόνη πηγή από την οποία προσμένουν μία βοήθεια η οποία όμως ποτέ δεν έρχεται. Την αρχή-σωτήρα. Ετσι κατά τη διάρκεια της Anschluss του 1938, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Αυστρίας εξέφρασε την ικανοποίησή του για τον Αδόλφου Χίτλερ ως οικονομικό και πολιτικό σωτήρα τους ! Τα υπόλοιπα είναι  ιστορικά γνωστά …