Sir Lawrence Olivier on Hamlet
Είμαι 530 ετών και νοιώθω λιγάκι κουρασμένος. Πρέπει να πάω κάτω στο ψυγείο να ελέγξω την κατάσταση. Κάθε φορά που το κάνω νοιώθω σαν να βρίσκομαι εγώ εκεί, μέσα σ’ αυτό το απαίσιο ψυγείο. Και κατά κάποιο τρόπο είμαι, άλλωστε είμαστε ίδιοι. Όχι τόσο ίδιοι βέβαια αυτός είναι χωρίς κεφάλι. Πάλι καλά! Εγώ έχω εκείνος δεν έχει. Κατά τα άλλα θα μπορούσε να πηδήξει και τη γυναίκα μου ακόμη χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Τόσο πολύ μοιάζουμε, αφού είναι ο κλώνος μου, ο ακέφαλος ευτυχώς κλώνος μου.
Πηγαίνω κάτω στο ειδικό θάλαμο. Εκείνο στέκεται εκεί πάντα ακίνητο και πάντα φρικαλέο. Όποτε θέλω να υποτιμήσω τον κλώνο μου τον λέω «εκείνο» προσπαθώντας να αποστασιοποιηθώ από το γεγονός πώς «εκείνο» στην ουσία είμαι εγώ χωρίς κεφάλι. Δίπλα βρίσκεται ο θάλαμος με τον τελευταίο κλώνο της γυναίκας μου ακέφαλος κι αυτός επίσης.
Κοίταξε λοιπόν νοσηρή έμπνευση μ’ αυτούς τους αποκεφαλισμούς των κλώνων. Όμως μάλλον δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Τους περισσότερους τους χτύπησε το σύνδρομο του κλώνου πριν περάσουν 200-300 χρόνια. Ενώ μέχρι τότε τους είχαμε μόνο για βιολογικά ανταλλακτικά, ξαφνικά όλοι ήθελαν να μοιάσουν στους κλώνους τους. Τους ζήλευαν, ή ήθελαν να το κάνουν με τους κλώνους των γυναικών τους ή των άλλων.
Εγώ θυμάμαι πως τα έβρισκα γελοία όλα αυτά. Πάντα ήμουν είρων με τον κλώνο μου, είναι η αλήθεια, από την αρχή αυτής της ιστορίας πριν από κοντά μισή χιλιετηρίδα. Τον έβλεπα όπως τα αρνιά στο τσιγκέλι. Τι απομυθοποιημένο, άβουλο, καταδικασμένο πλάσμα!
Για την πλειοψηφία όμως δεν ήταν έτσι μιας και οι κλώνοι ήταν μεν ομοιώματα μας, όμως με αστραφτερό νεανικό δέρμα. Το δέρμα ήταν η αδυναμία του συστήματος μας. Γιατί η επιστήμη δεν ήταν και τόσο τίμια τελικά με μας, αν κρίνει κανείς πώς μας τα είχαν πει. Πως θα διατηρούμασταν για πάντα νέοι, χάριν στις σταδιακές επισκευές με φρέσκα ανταλλακτικά από τους κλώνους μας. Πώς θα ζούσαμε αιώνια.
Όμως παρά την πρόοδο της τεχνολογίας των μεταμοσχεύσεων το δέρμα ποτέ δεν μπόρεσε να μεταμοσχευτεί εξολοκλήρου. Μερικοί κάναν σταδιακές επεμβάσεις και ύστερα αυτοκτόνησαν. Η θέα ενός δέρματος γεμάτου μπαλώματα, υπενθύμιζε εκτός της άσχημης όψης και τα εσωτερικά όργανα που όλοι αλλάζαμε κάθε τόσο με αποτέλεσμα το άτομο να χάνει την συνείδηση της ταυτότητάς του και να ταυτίζεται ολοένα με τους κλώνους του. Όσοι αυτοκτονούσαν κατάληγαν λίγο πριν την αυτοκτονία να νοιώθουν σαν μία τεράστια σακούλα από ανταλλακτικά. Έτσι σπάνια αποφάσιζε κανείς να κάνει μεταμοσχεύσεις δέρματος. Σαν αποτέλεσμα, το δέρμα μας ύστερα από τα πρώτα 150 χρόνια είναι αιώνια αχνό, με μία απόχρωση κιτρινογκρί.
Έτσι άρχισαν όλα. Ήταν μία απρόβλεπτη τροπή σε όλη αυτή την ιστορία της αθανασίας, ο φθόνος προς τους κλώνους. Καλά τα συκώτια, οι σπλήνες, τα άντερα, όμως πολλοί επιθυμούσαν ξάφνου ένα καινούργιο κεφάλι.
Πώς μπορείς να επιθυμήσεις καινούργιο κεφάλι ή πιο συγκεκριμένα το κεφάλι ενός άλλου; Ύστερα ποιος θα είσαι; Ειδικά όταν πρόκειται για το κεφάλι του κλώνου σου που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κρέμεται στο ψυγείο τότε γίνεται ακόμη πιο περίεργο. Θα έχεις ένα κεφάλι παρθένο, χωρίς εγγραφές, χωρίς γνώση. Ένα τίποτα που απλά θα κουβαλούσε την μορφή μας.
Η απόφαση από τον Κεντρικό Έλεγχο ήταν αδιαπραγμάτευτη. Μπορούσαμε να αλλάξουμε όλα μας τα ανταλλακτικά, όμως το κεφάλι, ο εγκέφαλος μας δηλαδή και όλες του οι μνήμες θα παρέμεναν των αρχικών κατόχων τους. Τι θα έκαναν μέσα σε ενήλικα κορμιά εγκέφαλοι χωρίς καμία εγγραφή; Χωρίς την γνώση του νόμου και της τάξης;
Κάθομαι στο υπόγειο και κοιτάζω τον κλώνο μου. Έχω στήσει μία κουνιστή πολυθρόνα μπροστά από το ψυγείο του γιατί εδώ και κάμποσο καιρό το κάνω συχνά. Κάθομαι εκεί και τον κοιτάζω. Με βοηθάει να σκέφτομαι, να διαλογίζομαι για όσα μου συμβαίνουν τώρα, και όσα συνταρακτικά πρόκειται να μου συμβούν οσονούπω. Κουνιέμαι πέρα δώθε στην πολυθρόνα μου και παρατηρώ το τεράστιο ακέφαλο ζωντανό πτώμα στο οποίο οφείλω τη ζωή μου, εδώ και τόσα χρόνια.
Ζωή. Τετρακόσια χρόνια έχουν περάσει από την αρχή του ονείρου. από τότε που η ζωή έγινε κάτι τελείως αλλιώτικο από ότι ξέραμε. Στην αρχή, για μία περίοδο 30-40 χρόνων όλα γίνονταν μυστικά. Έπρεπε να αλλάζουμε ταυτότητες κάθε τόσο, δουλειές, φίλους, πόλεις. Σαν περιπλανώμενοι στο διάστημα μπαινοβγαίναμε στη ζωή κάθε 30-40 χρόνια. Την ζωή που ήξεραν οι άλλοι δηλαδή. Αυτή όπου κάποιοι, μεγάλωναν γερνούσαν και πέθαιναν. Έτσι κι εμείς κάθε τόσο έπρεπε να πεθαίνουμε. Αν ζούσαμε διαρκώς θα δημιουργούνταν υποψίες.
Ήταν κουραστικό όμως είχε σασπένς. Τουλάχιστον τότε, δεν βαριόμασταν. Λίγο που ήταν καινούργιο το σύστημα, λίγο η μυστικότητα γύρω από το θέμα ποτέ δεν ήξερες αν θα επανέλθεις όντως ξανά. Εκείνη η μακάβρια διαδικασία με τα φέρετρα ήταν το πιο καταπληκτικό. Κάθε φορά που υποτίθεται τα τινάζαμε μας χώνανε μέσα στις κάσες με κάτι ενέσεις που μείωναν τον καρδιακό μας παλμό. Ύστερα από δύο μέρες, αφού μας έβγαζαν βλέπαμε στο βίντεο την τελετή της ταφής μας.
Τι συγκίνηση! Πόσοι έκλαιγαν πόσοι χαίρονταν σε όλες αυτές τις κηδείες. Πάντα για κάποιους άλλους, αφού εμείς κάθε φορά ήμασταν κάποιοι άλλοι. Ωστόσο ήταν συναρπαστικό όλο αυτό το καθαρόαιμο reality show με πρωταγωνιστές εμάς.
Κάποιες φορές πάντως είχα στενοχωρηθεί πολύ με το θάνατό μου. Μερικές γυναίκες που με αγαπούσαν και κάποιοι φίλοι που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι είχα εκδηλώθηκαν ξεσπώντας σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Θυμάμαι πόσο ήθελα να πάω να τους βρω τότε. Να τους μπάσω κι αυτούς στη μυστική συμφωνία στην οποία ανήκα, και να τους έχω μαζί μου τώρα, φίλους για πάντα!
Όμως δεν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Έπρεπε να τηρηθούν τα προσχήματα. Στην αρχή ήταν φοβερό να ξέρουμε πως εμείς θα ζούσαμε κι οι άλλοι θα πέθαιναν, χωρίς να το λέμε πουθενά. Όμως το ότι θα πεθαίναμε κι εμείς σαν τους άλλους έτσι και μιλούσαμε, μας έκοβε κάθε διάθεση να μοιραστούμε τις όποιες ανησυχίες μας. Με τον καιρό τις συνηθίσαμε κι αυτές, όπως συνηθίσαμε τα πάντα. Μόνο η ελπίδα έμεινε πως κάποια στιγμή το σύστημα θα εφαρμοζόταν και για αυτούς που αφήναμε κάθε τόσο πίσω μας.
Αυτό όμως τελικά δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μας το έλεγαν μόνο για να μας καθησυχάσουν. Ήταν η ασφαλιστική ψυχολογική δικλείδα για να μην σπάσουμε και αποκαλύψουμε οτιδήποτε, κάτω από την συναισθηματική πίεση που υποκείμεθα, κάθε φορά που πεθαίναμε και ξαναγεννιόμασταν κάπου αλλού.
Η μετάβαση στην Επόμενη Τάξη απαιτούσε κάποια τεχνολογική υποδομή. Οι περισσότερες εργασίες θα γίνονταν από ρομπότ. Η παραγωγή και διάθεση των τροφίμων θα ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτοματοποιημένη. Ακόμη και η ενέργεια θα είχε ολοκληρώσει την μετάβαση της σε πλήρως ανανεώσιμες πηγές.
Προχωρώντας στην εφαρμογή όλων αυτών, οι ανθρώπινες εργασίες όπως ήταν επόμενο είχαν μειωθεί σταδιακά στο ελάχιστο. Έτσι, όχι μόνο δουλειές δεν υπήρχαν, ούτε επρόκειτο να δημιουργηθούν ποτέ ξανά, αφού αυτό ακριβώς ήταν το σχέδιο. Η αυτοσυντηρούμενη ανθρωπότητα και η κατάργηση της εργατικής τάξης ώστε στο μέλλον να εκλείψουν οι ταραχές με μοχλό της κοινωνικές ανισότητες. Η καινούργια ανθρωπότητα θα εργαζόταν μόνο ελέγχοντας τα ρομπότ.
Μέχρι τότε όμως οι ταραχές από όλο τον κόσμο που ολοένα έμενε χωρίς δουλειά, ήταν καθημερινές. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το να αποκαλυφθεί πως κάποιοι θα ζούσαν για πάντα, όταν οι περισσότεροι θα πέθαιναν από την πείνα θα ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί.
Βέβαια σκέφτομαι τώρα, οι πλούσιοι, ένας τον οποίων ήμουν κι εγώ, μπορούσαμε να καταργήσουμε το οικονομικό σύστημα βασιζόμενοι στην τεχνολογική αυτονομία που είχε επιτευχθεί. Το οικονομικό σύστημα ήμασταν εμείς, υπήρχε για μας και δούλευε για να κάνει πλούσιους εμάς και μόνο. Καταργώντας τη διαδικασία της υπεραξίας και παρέχοντας άσυλο με τα λεφτά μας στους φτωχούς, αφού πλέον θα δούλευαν τα ρομπότ για μάς, θα καταργούσαμε τις ανισότητες και τις ταραχές επίσης.
Όμως δεν ήμασταν έτοιμοι για να κάνουμε εμείς κάτι τέτοιο. Δεν ξέραμε καν τι ακριβώς συνέβαινε. Για μας η αιωνιότητα ήταν ένα πανάκριβο αξεσουάρ που μπορούσαμε να αγοράσουμε με τα χρήματά μας. Κάτι που οι άλλοι, οι λιγότερο πλούσιοι, απλά δεν μπορούσαν. Δεν νοιώθαμε ότι αποτελούσαμε μέρος ενός γενικότερου σχεδίου. Ούτε ξέραμε τι επρόκειτο να συμβεί με τους άλλους. Όλοι πιστεύαμε πως τα ψυγεία DNA όπως έλεγαν τα ψυγεία κλώνων, κάποια στιγμή, θα γίνονταν προσιτά στον καθένα.
Το είχαμε δει σαν παιχνίδι τότε και κανείς δεν πίστευε ότι θα ζήσουμε αιώνια, αλλά απλά ότι θα ζήσουμε λίγο καλύτερα και λίγο παραπάνω. Όμως δεν ήταν έτσι. Όλος ο πλανήτης είχε γίνει πεδίο εφαρμογής ενός πειράματος στο οποίο εμείς απλά αποτελούσαμε τα ιατρικά, ας το πούμε έτσι, δεδομένα.
Είναι άραγε αυτά που με βαραίνουν τώρα; Τι θέση θα είχα πάρει αν ήξερα; Θα μπορούσα άραγε ποτέ να αρνηθώ την πρόταση να ζήσω και να μην πεθάνω; Δεν νομίζω πως θα είχα κάνει τίποτα διαφορετικό, όμως θα προτιμούσα να μην είχα μάθει ποτέ τι πραγματικά έγινε τότε. Κι αυτό όμως τελικά στάθηκε αναπόφευκτο.
Είχαν περάσει περίπου 2 αιώνες από την Επόμενη Τάξη πραγμάτων. Έως τότε δεν είχαν υπάρξει σοβαρά κοινωνικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα με την ιστορία του φθόνου προς τους κλώνους όμως που είχε ήδη αρχίσει, κάποια στιγμή, δεσμεύσαμε την ενέργεια των κεραυνών.
Έως τότε, η φρίκη της ραγδαίας μείωσης του πληθυσμού που είχε συμβεί πριν 120 χρόνια, είχε μείνει στην μνήμη μας σαν μία παγκόσμια οικονομική κρίση που εξαφάνισε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα 2/3 του πληθυσμού του πλανήτη. Ευλογώντας την τύχη μας που μας είχε κάνει πλούσιους και είχαμε επιβιώσει, ύστερα από 20-30 χρόνια δεν ασχολήθηκε πλέον κανείς περισσότερο με το θέμα.
Συνηθίσαμε τις καινούργιες ανέσεις, την πραγματικά Επόμενη Τάξη, όπως σιγά σιγά συνηθίσαμε και την αιωνιότητα. Πάνω που όλα πήγαιναν καλά, με τη δέσμευση των κεραυνών άρχισαν να διαρρέουν κάτι γκρίνιες από κύκλους μέσα στο σύστημα. Επιστήμονες, γιατρούς, ιδιοκτήτες κέντρων έρευνας και τεχνολογίας. Ειπώθηκε πως η καθαρή, αστείρευτη και αειφόρος ενέργεια που είχαμε δεσμεύσει ήταν 100 φορές περισσότερη απ’ όση θα χρειαζόμασταν ακόμη και με όλο το πληθυσμό που κάποτε είχε η γη μας.
Τότε έγινε αντιληπτό πώς ότι είχε γίνει τότε δεν είχε γίνει τυχαία όπως όλοι νομίζαμε. Δεν ήταν μία ανεξέλεγκτη τυχαία κρίση. Ήταν κάτι που είχε προγραμματιστεί μόνο εξ αιτίας της ανεπάρκειας ενέργειας.
Αυτό έφερε το πάνω κάτω στην κοινωνία μας. Ζούσαμε πλέον όλοι σε μία απόλυτα δομημένη τάξη, με μία πολύ εξελιγμένη αίσθηση δικαίου, πολιτισμού και αφοσίωσης στο σύστημα. Οι τάξεις, το χρήμα ή η ενέργεια, είχαν πάψει από καιρό να είναι αιτίες για οποιουδήποτε είδους βία. Δεν υπήρχαν η εξουσία και οι υπήκοοι της με τον τρόπο που υπήρχαν παλιά.
Σ’ αυτό το κλίμα, η αίσθηση ότι από την αρχή της εφαρμογής του σχεδίου που απολαμβάναμε, υπήρχαν δύο στρατόπεδα, αυτών που αποφασίζουν για τη ζωή και αυτών που υπόκεινται τις αποφάσεις, θα διέλυε τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας μας. Την αθανασία. Δεν υπάρχει αθανασία όταν η ζωή σου εξαρτάται από κάποιον άλλον. Και σ’ αυτό το επιχείρημα ακριβώς στηρίχτηκε όλη η επιχειρηματολογία όταν ξέσπασε η κρίση των κεραυνών. Ότι η ζωή μας δεν εξαρτιόταν από κανέναν, γιατί όλα είχαν γίνει για μας.
Αποφασίστηκε να αποκαλυφτούν όλα, στηρίζοντας στην πράξη το αξίωμα της διαφάνειας στην καινούργια κρυστάλλινη κοινωνική δομή. Χωρίς αυτήν τη διαφάνεια θα επέρχετο η αμφιβολία και στη συνέχεια η βία, πάλι, άσχετο αν αυτή τη φορά θα γινόταν για λόγους που δεν θα αφορούσαν συμφέροντα αλλά συνειδήσεις.
Έτσι τα μάθαμε όλα θέλοντας και μη. «Είχε γίνει λάθος στην εφαρμογή» μας είπαν. «Δεν υπήρξε παράλληλη κοινωνική και νομοθετική ρύθμιση ώστε το όλο σχέδιο να συμβαδίζει με την επιστημονική εξέλιξη. Όσο οι καινούργιες κατακτήσεις της τεχνολογίας και της ιατρικής δοκιμάζονταν και εφαρμόζονταν ο μέσος όρος ζωής είχε φτάσει ήδη στα 90 χρόνια. Παράλληλα οι δουλειές μειώνονταν ολοένα δημιουργώντας αδιαχώρητο.
Αν όσοι ήταν 15 ή και 20 χρονών τότε ζούσαν 90-100 χρόνια, το όλο σχέδιο θα κατέρρεε μαθηματικά από παντελή έλλειψη πόρων κάποια στιγμή, είτε ενεργειακών είτε οικονομικών. Ακόμη κι αν στειρώναμε δια νόμου όλο το πληθυσμό, πάλι οι υπάρχοντες αρκούσαν για να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα. Γιατί δεν γερνούσαν.
Οπότε; Πόσο θα άντεχε η μυστικότητα στην κοινωνική πίεση και τις ταραχές; Και τι χειρότερο από το να αποκαλυφθεί, υπό τέτοιες συνθήκες, πως κάποιοι πλούσιοι θα ζούσαν για πάντα; Πως από τους υπόλοιπους δεν επιτρεπόταν να επιζήσουν ούτε τα παιδιά τους;
Εξ άλλου, συνέχιζαν οι εξηγήσεις, το θέμα δεν ήταν μόνο ηθικό. Οι συντάξεις απορροφούσαν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της υπάρχουσας ενέργειας, υπό μορφή χρήματος. Επιχειρώντας να ανεβάσουμε το επίπεδο της συνταξιοδότησης στα 75 χρόνια, πάλι δεν ήταν λύση αφού δουλειές δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς και όλοι αυτοί οι γέροι δεν υπήρχε περίπτωση να δουλέψουν έως τότε αφού για τις ελάχιστες πλέον υπάρχουσες δουλειές φυσικά οι εργοδότες θα προτιμούσαν άνεργους νέους παρά άνεργους γέρους.
Αν τέλος καταργούσαμε το επίδομα ανεργίας για εκατομμύρια ανέργους, εκεί θα ήταν το οριστικό τέλος. Θα έκανε όλο αυτό το πλήθος σε μία στιγμή έναν τεράστιο και αχαλίνωτο επαναστατικό στρατό που θα κατέστρεφε τα πάντα χωρίς λόγο. Ενώ εμείς ακόμα και αν έγινε ότι έγινε, τουλάχιστον είχαμε έναν σκοπό.»
«Την λύση», όπως μας είπαν, «την έδωσε η πραγματικότητα. Η μάζα, ήταν έτσι κι αλλιώς χωρίς δουλειές, χωρίς χρήματα, και χωρίς ελπίδα. Ζούσε μία κόλαση που τους οδηγούσε γρήγορα σε φυσικό θάνατο. Δεν τους δολοφονήσαμε, μας είπαν. Απλά επιταχύναμε μια διαδικασία που υπήρχε ήδη, πριν η αναρχία διαλύσει τα πάντα.
Τα ναρκωτικά και το εμπόριό διευκολύνθηκαν σταματώντας κάθε δίωξή τους. Οι ανώτεροι της νομικής αλυσίδας, βρίσκονταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες της Επόμενης Τάξης και η συμμετοχή όπως και η εχεμύθεια τους ήταν δεδομένη. Τα υπόλοιπα θα τα ανελάμβανε η προτεραία ανθρώπινη φύση», είχαν καταλήξει θέλοντας να μας χαλαρώσουν προφανώς με την ιδέα πως η σημερινή μας φύση όσο και της διοίκησης μας δεν είχε καμία σχέση με την παλιά. Ότι είχαμε πλέον αναβαθμιστεί σαν είδος και όχι μόνο σαν σάρκες.
«Προωθώντας σε ανώτατο επίπεδο, την ανοχή σε κάθε είδους διαφθορά σύντομα οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν και ένα μικρό προσωπικό δίκτυο διανομής ναρκωτικών. Το σχέδιο δούλευε τέλεια. Οι παράνομοι που τους εξυπηρετούσαν ποτέ δεν τους κατέδιδαν αφού οι αστυνομικοί διευκολύνονταν στην παρανομία τους. Η ανώτεροι, όντας ενταγμένοι στο σχέδιο δεν διενεργούσαν καμία έρευνα εις βάθος. Αν κατά τύχη γινόταν καμία έρευνα από κάποιον πολύ επίμονο και φιλότιμο ντετέκτιβ, τότε οι ανώτεροι ενταγμένοι στο σχέδιο, στους οποίους κάποια στιγμή έφταναν οι υποθέσεις, την οδηγούσαν στη λήθη ή στο χάος, χρονοτριβώντας ή εξαλείφοντας τα αποδεικτικά στοιχεία. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που κάποιοι επέμεναν πέραν αυτών, βρισκόταν δολοφονημένοι, από τους κακοποιούς των οποίων τα συμφέροντα θίγονταν. Έτσι τα ναρκωτικά εξαπλώθηκαν ραγδαία και εκτός από την υγεία τους, όντας παράνομα, κατέστρεφαν τους νέους και οικονομικά, αφού ήταν πάντα πανάκριβα.
Σε λίγο καιρό το μεγαλύτερο πρόβλημα της Επόμενης Τάξης πραγμάτων είχε εκλείψει. Οι νέοι δεν θα γερνούσαν. Απελπισμένοι, με πρώτη αιτία θανάτου τα ναρκωτικά, δεύτερη τις συγκρούσεις από μέθη και τρίτη τις αυτοκτονίες, ο αριθμός τους μειωνόταν με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς.
Το πρόβλημα των γέρων αποδείχθηκε ακόμη πιο απλό. Οι παρατεταμένες συντάξεις έδειχναν μεν μία κοινωνική πρόνοια, όμως δεν εξασφάλιζε και παρατεταμένη ζωή. Χωρίς εξειδικευμένες ιατρικές επεμβάσεις κανείς δεν μπορούσε να επιβιώσει πέραν ενός σημείου. Οι γιατροί που τις έκαναν, ήταν φυσικά από τους πρώτους που συμμετείχαν στο πρόγραμμα της Επόμενης Τάξης, αφού όλες οι μελλοντικές μεταμοσχεύσεις εξαρτιόνταν από αυτούς. Έτσι αρκούσε να ανεβάσουν τα τιμολόγιά τους σε δυσθεώρητα ύψη ώστε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να είναι έρμαιο της τύχης του μετά τα 60-65 τους χρόνια.
Μέσα σε μία τέτοια κατάσταση όπως ήταν φυσικό για τις μεσαίες ηλικίες δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα μέτρα. Η κατάθλιψη λόγω της ανεργίας της φτώχειας και της γενικότερης απόγνωσης θέριζε. Εμφράγματα, εγκεφαλικά και καρκίνοι έγιναν καθημερινότητα. Οι εφημερίδες έγραφαν μεν, διαμαρτυρόμενες για το φαινόμενο, όμως αυτό απλά επέτεινε την γενικότερη απόγνωση οδηγώντας ακόμη περισσότερους στην αυτοκτονία ή τον φυσικό μαρασμό.
Θα σκέφτεστε» μας είχαν πει καταλήγοντας σε όλη αυτή τη φρίκη «μπροστά σε τι τρομάξαμε τόσο ώστε να προβούμε σε τόσο δραστικές λύσεις. Οι δρόμοι ήταν δύο. Η αυτό που κάναμε ή ο πόλεμος ο οποίος θα προέκυπτε κάπως, με κάποιον τρόπο και θα ήταν καθολικός πλέον. Θα κατέστρεφε όλο τον κόσμο. Κρίνετε αυστηρά» κατέληγαν , διαβάζοντας την σκέψη μας, «την κατάσταση, γιατί το κάνετε με τα σημερινά δεδομένα. Όμως τότε δεν ήταν έτσι. Η ενεργειακή επάρκεια δεν αναζητείτο τότε για να δουλεύουμε λιγότερο. Αναζητείτο για να επιβιώσουμε.
Ίσως σε μία πειραματική εφαρμογή, να προλαβαίναμε να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που θα είχε εφαρμογή στο σύνολο του πληθυσμού. Να μειώσουμε δηλαδή τις ώρες εργασίας σταδιακά, να αρχίσουμε να μοιράζουμε αγαθά που προέκυπταν από την εκμετάλλευση των μηχανών, και έτσι να απαιτήσουμε τελικά τον δυναμικό έλεγχο των γεννήσεων δικαιωματικά. Προκειμένου να συνεχιστούν οι παροχές. Περιορίζοντας τις γεννήσεις ίσως φτάναμε, στην σημερινή υπερεπάρκεια ενέργειας όπου όλος ο τότε πληθυσμός, χωρίς να έχει εν τω μεταξύ διαλύσει το σύμπαν, θα μπορούσε να ζήσει όπως εσείς».
Αυτό το «εσείς» μας έκανε να αισθανθούμε τότε σαν οι κύριοι υπαίτιοι ενός εγκλήματος που έως τότε δεν γνωρίζαμε και το οποίο όμως είχε γίνει για μάς.
«Ήδη οι πλουτοπαραγωγικές πηγές» συνέχιζαν οι εκπληκτικές εξηγήσεις «μέχρι τότε, αντικαθιστούσαν τα φτηνά εργατικά χέρια με ακόμη φτηνότερες μηχανές. Ύστερα από κάποιο σημείο όμως, όποτε προέκυπτε κάποια ενεργειακή αυτονομία που ισοδυναμούσε με φτηνότερη παραγωγή, αυτό δεν απέδιδε φτηνότερα προϊόντα αλλά απλά μεγάλωνε την ψαλίδα μεταξύ εσάς» και έδειχναν εμάς » και των φτωχών. Με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερα κέρδη για σας και ακόμη μεγαλύτερες ταραχές.
Προς τι κι αν εξασφαλίζαμε την αιωνιότητα σε σάς χωρίς να ρυθμίσουμε ταυτόχρονα όλα τα άλλα θέματα που θα απειλούσαν αυτή την αιωνιότητα. Σε έναν πόλεμο δεν θα επιζούσε κανείς. Όπως θα κατέληγε κάποια στιγμή πυρηνικός, ένας πλανήτης μολυσμένος για πάρα πολλά χρόνια από ραδιενεργά κατάλοιπα, ήταν κάτι που κανείς δεν ήθελε. Ούτε κι εσείς. Και τον πόλεμο αυτόν θα τον είχατε κάνει εσείς.
Γιατί πάλι κρίνετε με τα σημερινά δεδομένα», κατέληγαν. «Τότε δεν υπήρχε ο αγώνας για την ευδαιμονία, ούτε μία κοινωνία σαν την σημερινή, δομημένη, σταθερή με αποστροφή για την βία και ένα ολόκληρο σύστημα να την προασπίζει από αυτή. Τότε, κάτι που ίσως το θυμάστε ακόμη αμυδρά, ήσασταν προνομιούχοι εφαρμόζοντας ακριβώς αυτή τη βία σε κάθε επίπεδο και πιθανή παραλλαγή της. Κοινωνική, ψυχολογική, πολιτική και βέβαια στρατιωτική και οικονομική, σε κάθε κοινωνική βαθμίδα και σε κάθε συναναστροφή. Η ενέργεια, η φθηνότερη και περισσότερη ενέργεια, στα χέρια του κάθε ένα σας δεν ήταν ένα πλεονέκτημα για την ανθρωπότητα, αλλά ένα δικό σας πλεονέκτημα στην μάχη με τον εκάστοτε αντίπαλό σας. Στον αγώνα σας για μεγαλύτερο πλουτισμό κάποια στιγμή θα τρωγόσασταν μεταξύ σας, παρασύροντας σε έναν πόλεμό σας και ολόκληρο τον πλανήτη». Έτσι μας έπεισαν πως παρά που δολοφονήθηκαν τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα 2/3 του πλανήτη, και μάλιστα εξ αιτίας μας, όλα πήγαν καλά.
Όμως πάρα πολλοί απέκτησαν επιφυλάξεις τότε για την σοφία του συστήματος. Πρώτη φορά μαθαίναμε πόσα είχαν γίνει για μας, και εξ αιτίας μας, χωρίς να ξέρουμε εμείς τίποτα. Πολλοί ένοιωσαν αδικημένοι και θεώρησαν ότι δεν είχαν δοκιμαστεί όλες οι εναλλακτικές πολιτικές. Ότι δεν τους είχε δοθεί η δυνατότητα επιλογής, παρά που τα επιχειρήματα ίσως ακούγονταν σωστά τώρα. Ότι αν ετίθετο τότε, πολλοί θα προτιμούσαν να ρισκάρουν την ευδαιμονία μαζί με τους υπόλοιπους, αντί για μία αιωνιότητα με τη συνείδηση της εξόντωσης όλου του έως τότε πολιτισμού, μαζί με τους κατοίκους του.
Στο τέλος τέλος, ακούστηκαν κι αυτές οι απόψεις, ο πλούτος ήταν απαραίτητος για να εξασφαλίζει προνόμια στο προηγούμενο σύστημα. Στο τωρινό τα προνόμια αυτά δεν ήταν απαραίτητα, αφού όλοι ήταν προνομιούχοι. Οπότε προς τι όλο αυτό το φρικαλέο σχέδιο και η ενοχή την οποία οι εμπνευστές του συστήματος έκριναν απαραίτητη και επέβαλαν αυθαίρετα σε όλους τους σημερινούς επιζήσαντες χωρίς να ρωτήσουν κανέναν;
Αυτός ήταν ο πυρήνας της κρίσης των Κεραυνών. Η αμφισβήτηση. Οι περισσότερο απογοητευμένοι από τις εξηγήσεις έκριναν πως το σύστημα δεν ήταν αλάνθαστο, και κάθε άλλο παρά σοφό. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο μία ακόμη παράμετρος.
Μετά τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού τότε, τα προσχήματα δεν ήταν πλέον αναγκαία ούτε η μυστικότητα. Ήταν η λεγόμενη τελική φάση και οι όροι τίθεντο πλέον σαφώς.
Όσες γυναίκες ήθελαν να μπούνε στο πρόγραμμα τους ζητήθηκε ξεκάθαρα να στειρωθούν προκειμένου να υπάρχει απόλυτος έλεγχος του πληθυσμού από τότε και ύστερα. Αυτά πέραν του τεράστιου ποσού που έπρεπε να καταβάλουν για τα υπόλοιπα, ψυγείο DNA κλώνων, συμβόλαιο μεταμοσχευτικής υποστήριξης, υποχρεώσεις δηλαδή που αφορούσαν και τους άντρες.
Όσοι δεν συμφωνούσαν μπορούσαν να γεράσουν φυσιολογικά και να πεθάνουν ζώντας μερικά ευτυχισμένα χρόνια. Στον τακτοποιημένο πλέον κόσμο που είχε αρκετή ενέργεια και αγαθά να υποστηρίζει τους εναπομείναντες χωρίς να εργάζονται, πληρώνοντας κι αυτοί βέβαια κάποια συμμετοχή στο σύστημα, όμως πολύ μικρότερα ποσά.
Τότε αυτές οι ρυθμίσεις είχαν φανεί δίκαιες στους επιζήσαντες, γιατί η μοίρα όλου του υπόλοιπου πλανήτη, φαινόταν σαν μία ανωτέρα βία, ένας κατακλυσμός από τον οποίο θα ξέφευγαν αγοράζοντας μία θέση, με τα χρήματά τους, στην μοντέρνα Κιβωτό, και δεχόμενοι κάποιους ασήμαντους όρους. Πάνω στην κρίση που προέκυψε όμως ή στείρωση των γυναικών φάνηκε σαν ένα μέτρο που είχε υποχρεώσει τους άντρες που δεν είχαν κάνει παιδιά μέχρι τότε, να τα στερηθούν αιώνια χωρίς λόγο.
Πολλοί άρχισαν να κάνουν έρωτα με τους κλώνους των γυναικών τους οι οποίοι διέθεταν ωοθήκες. Προφανώς δεν τους γοήτευαν τα σώματα στα ψυγεία πόσο μάλλον τώρα που η αντιπάθεια προς ολόκληρο το σύστημα γιγαντωνόταν. Οι κλώνοι ήταν σώματα ενηλίκων με εγκεφάλους παιδιών 1 μηνός. Δεν αντιδρούσαν, δεν μιλούσαν, δεν ασκούσαν καμία γοητεία. Όμως η όλη κίνηση ήταν περισσότερο σαν μομφή παρά γιατί ήθελαν πραγματικά παιδιά μαζί τους
Οι περιπτώσεις που τελικά, πέραν του σεξ η εγκυμοσύνη ευόδωσε ήταν λίγες. Οι γυναίκες των δραστών θίγονταν και, είτε σκότωναν τον κλώνο τους που εγκυμονούσε, είτε τους συντρόφους τους. Αυτό δημιουργούσε μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό ταυτόχρονα κόστος. Πέραν του ότι ξαναγύριζε την κοινωνία στην εποχή της βίας, μάλιστα σε έναν πολιτισμό πλέον, ελάχιστα αστυνομευμένο, οι κλώνοι των εξαπατημένων γυναικών, που το κράτος είχε υποχρέωση να αντικαταστήσει, κόστιζαν. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα οι θανατώσεις των ελάχιστων παιδιών που προέκυψαν από τις επαφές με τους κλώνους, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Όλοι είχαμε μία ευλαβική προσήλωση στο νόμο τότε και, για πρώτη φορά στην ιστορία, αυτό δεν συνέβαινε από φόβο αλλά από σεβασμό. Ο νόμος, και η σοφία του όλου συστήματος εξασφάλιζαν την εκτίμηση και την υπακοή μας, όπως ταυτόχρονα και την κορυφαία ποιότητα της ζωής μας. Μιας ζωής που θα κρατούσε για πάντα.
Μπροστά στην θανάτωση των παιδιών, που πάντα εξέφραζαν εννοιολογικά το αύριο, η κρίση πήρε τελικά τεράστιες διαστάσεις. Δεν εκφράστηκε βέβαια με ταραχές διαδηλώσεις ή επανάσταση. Είχαμε από καιρό αποστασιοποιηθεί από αυτά τα μοντέλα. Όμως ο πληθυσμός άρχισε για πρώτη φορά να πεθαίνει ύστερα από 200 χρόνια. Δεν πήγαιναν για μεταμοσχεύσεις κι αυτό ήταν το λιγότερο απ’ όλα. Το κυριότερο ήταν πως η χαρούμενη κοινωνία μας, δεν ήταν πλέον καθόλου χαρούμενη. Όταν πέρα από την άρνηση των μεταμοσχεύσεων, προέκυψαν οι πρώτες αυτοκτονίες, το σύστημα αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο.
Σαν πρώτο μέτρο οι κλώνοι απαγορεύτηκε να έχουν κεφάλι αποθαρρύνοντας έτσι τους πάντες από το σεξ μαζί τους. Ποιος θα μπορούσε να κάνει έρωτα σε ένα ακέφαλο πτώμα μέσα σε ένα ψυγείο στους μείον 5 βαθμούς; Γιατί φυσικά οι κλώνοι έξω από το ψυγείο δεν διατηρούνταν χωρίς τα υποστηρικτικά μηχανήματα. Στην συνέχεια ανακοινώθηκε πως για κάθε έναν που αυτοκτονούσε θα δημιουργούνταν παιδιά με το DNA του οπότε η πράξη του θα ήταν μάταιη αφού θα εξακολουθούσε να υπάρχει ίδιος και απαράλλαχτος και να υπηρετεί το σύστημα.
Τέλος, κρίθηκε αναγκαία η εκπαίδευση του πληθυσμού στην καινούργια τάξη πραγμάτων. Να γίνει δηλαδή κοινή συνείδηση πόσες ακριβώς θυσίες είχαν γίνει όταν το σύστημα εφαρμόστηκε και γιατί. Πώς όλα αυτά, και όλοι αυτοί, που είχαν χαθεί, για να προκύψει η προνομιούχα κατάσταση που απολαμβάναμε πλέον εμείς, θα καταστρέφονταν χωρίς νόημα, με το ζήτημα των παιδιών, της στείρωσης και του μέλλοντος όπως το ξέραμε, και έπρεπε πλέον να το ξεχάσουμε.
Η κρίση των κεραυνών οριοθέτησε την οριστική τάξη πραγμάτων. Μέχρι τότε, όλα μας φαίνονταν σαν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι με το Θεό, όπου εμείς είχαμε ξεφύγει από την μοίρα που μας είχε ορίσει. Τότε καταλάβαμε για πρώτη φορά πώς δεν ετίθετο τέτοιο θέμα. Πώς η ζωή μας δεν ήταν κάτι μπροστά στο θάνατο, γιατί απλούστατα ο θάνατος δεν υπήρχε πια. Μόνο από ατύχημα μπορούσε να πεθάνει κανείς και τα ατυχήματα όμως ήταν πολύ σπάνια με τέτοια τάξη που ήταν όλα ρυθμισμένα στην εντέλεια.
Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα επισκευάζονταν κάθε είδους ζημιές. Αν κάποιος πλέον προκαλούσε κάποιο τόσο σφοδρό ατύχημα που να μην επιβιώσει, ήταν σίγουρο πως επρόκειτο για αυτοκτονία και πέραν του ότι πέθαινε, το κυριότερο ήταν ότι στιγματιζόταν κιόλας σαν αχάριστος και ηλίθιος άνθρωπος. Αυτό μάλιστα, ο στιγματισμός, τώρα που είχε εκλείψει ο θάνατος, ήταν πλέον για μας η υπέρτατη απειλή. Ήταν θα έλεγε κανείς, το μόνο που μπορούσαμε να πάθουμε.
Εμείς επιβιώσαμε τότε της κρίσης των Κεραυνών. Εγώ δεν έκανα παιδί με τον κλώνο της γυναίκας μου και εκείνη δεν σκότωσε ούτε το παιδί μας, ούτε τον κλώνο της ούτε εμένα. Όμως στα νεκρά βρέφη από τους κλώνους των άλλων, που θανατώθηκαν, είδαμε κι εμείς πως το μέλλον δεν υπήρχε πια με την έννοια που το ξέραμε. Δεν αποτελούσαν τα παιδιά πλέον το μέλλον μας μιας και το μέλλον μας ήμασταν εμείς. Και ότι ακριβώς αυτό ίσως σήμαινε, πως το μέλλον θα δεν υπήρχε καν, ποτέ ξανά.
Τη γυναίκα μου την έπιασε κατάθλιψη που δεν την εγκατέλειψε ποτέ, και τότε ήταν που άρχισα κι εγώ τις επισκέψεις και τους φιλοσοφικούς μου διαλογισμούς με τον κλώνο μου μέσα στο ψυγείο του.
Έτσι έφτασα τώρα 3 αιώνες μετά την κρίση των κεραυνών να κάθομαι σκεπτικός στην κουνιστή πολυθρόνα, για πολλοστή φορά κοιτάζοντας τον ακέφαλο κλώνο μου μέσα στο ψυγείο του. Οι σκέψεις μου είναι σκοτεινές, αβυσσαλέες. Σκέφτομαι την αγάπη της γυναίκας μου που αγαπώ τώρα μισή χιλιετηρίδα. Σκέφτομαι όσα έχουμε πει τον τελευταίο καιρό. Και όσα θα γίνουν για τα οποία δεν μας έχει προετοιμάσει κανείς. Θα είναι άραγε τρομερό; Πιο τρομερό από μία θλιμμένη αιωνιότητα; Πιο τρομερό από το να κάνεις έρωτα με έναν ακέφαλο κλώνο; Γιατί αυτό το έχω ήδη κάνει.
Όλα είναι έτοιμα. Στο διπλανό θάλαμο οι αχνοί από την παγωμένη υγρασία στο κρύσταλλο κρύβουν τη θέα. Διακρίνω την διογκωμένη κοιλιά και θυμάμαι τότε που έκανα για πρώτη φορά αυτή τη φρικαλέα πράξη, ένα χρόνο πριν, κάνοντας έρωτα στον ακέφαλο κλώνο της συμβίας μου. Τον κρατούσε εκείνη ξαπλωμένη από πίσω ώστε βλέποντας το πρόσωπό της να μην τρελαθώ εντελώς πάνω στην πράξη και δεν καταφέρω να εκσπερματώσω.
Ο θάλαμος είναι ρυθμισμένος στους 28 βαθμούς Κελσίου από την αρχή της εγκυμοσύνης και μάλλον όλα θα πάνε καλά. Οι τριβές του κλώνου δεν μας ενδιαφέρουν πια. Ένα κλάμα μωρού ακούγεται από το ισόγειο.
– Τι κάνεις αγάπη μου πάλι κοιτάς τη Τζίνα;
Η γυναίκα μου έχει έρθει κάτω με τον μικρό. Τζίνα λέμε τον κλώνο της.
– Αναρωτιέμαι αν όλα θα πάνε καλά.
– Όλα θα πάνε καλά, λέει εκείνη, μην ανησυχείς. Τα παιδιά μας θα είναι μια χαρά.
***
Ναι, θα κάνουμε ένα κοριτσάκι ακόμη, πέρυσι κάναμε ένα αγοράκι. Γιατί η κοινωνία μας είναι τέλεια, δεν εξαναγκάζει, παίρνει τα κατάλληλα μέτρα και πείθει. Έτσι πέρα από τον αποκεφαλισμό των κλώνων θεσπίστηκε τότε μία βαλβίδα συναισθηματικής ασφαλείας ώστε όσοι ήταν δυσαρεστημένοι να μπορούν να αποχωρήσουν. Ήταν προτιμότερο από το να αυτοκτονήσουν, ή να γεράσουν μεταξύ των υπολοίπων επηρεάζοντας τους αρνητικά. Αυτό θα διατάραζε ακόμη περισσότερο την τάξη την οποία υποτίθεται ο καινούργιος κόσμος είχε κατακτήσει. Η αιωνιότητα είναι πολύ μεγάλη για να αντέξει μία αιώνια θλίψη πόσο μάλλον αν περιστοιχίζεσαι κι από άλλους θλιμμένους.
Όσοι ήθελαν λοιπόν μπορούσαν, να πάνε στην απομονωμένη ήπειρο, να ζήσουν και να πεθάνουν φυσικά, όπως και όλος ο κόσμος πριν από αυτούς. Δημιουργήθηκε εκεί μία στοιχειώδης αγροτική υποδομή, με επαρκείς ενεργειακές μονάδες και ανέσεις για να συντηρούνται οι κάτοικοι, εργαζόμενοι για τα τρόφιμά τους.
Η δικιά μας περίπτωση ήταν κάτι που δεν είχε προβλεφθεί. Κανείς δεν περίμενε πως κάποιοι θα τεκνοποιούσαν με τους ακέφαλους κλώνους. Επίσης η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε τα παιδιά μας χρησιμοποιώντας τον κλώνο της οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να λυθεί το πρόβλημα μόνο του. Έτσι το σύστημα είχε να αντιμετωπίσει και τους δυο μας σε περίπτωση θανάτωσης των παιδιών μας.
Η λύση που τους προτείναμε έγινε άμεσα δεκτή, άλλωστε ήταν αυτό που θέλαμε. Θα είχαμε κάθε ιατρική υποστήριξη ώστε η γέννες να είναι απροβλημάτιστες. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να φύγουμε αμέσως ύστερα από την δεύτερη γέννα για την απομονωμένη ήπειρο ώστε να μην δημιουργηθεί αναταραχή από τα παιδιά στην εδώ κοινωνία. Άλλωστε δεν υπάρχει καμία υποδομή για παιδιά εδώ.
Μετά την συμφωνία, η περίπτωσή μας δημοσιοποιήθηκε, ώστε όποιος ήθελε να ξέρει ότι μπορούσε να κάνει το ίδιο και ότι το σύστημα δεν επιβάλει αυθαίρετα τίποτα σε κανέναν. Δεν υπήρξε τόση προθυμία, όλοι μας κοίταζαν σαν τρελούς είναι η αλήθεια. Εγώ είχα κάνει έρωτα με έναν ακέφαλο κλώνο, η γυναίκα μου μού είχε συμπαρασταθεί σ’ αυτό, και το κυριότερο, 300 χρόνια ύστερα από την κρίση των Κεραυνών, θέλαμε παιδιά. Τόσο πολύ που θα στερούμασταν την αθανασία μας. Ήταν σχεδόν ακατανόητο.
Πεντακόσια χρόνια ματαιότητας, ένας ολόκληρος κόσμος νεκροί, και μία αιώνια ησυχία, νοιώθω να με κοιτάζουν, μεταφορικά, μέσα από τα δύο ψυγεία των κλώνων της γυναίκας μου και του δικού μου. Γιατί φυσικά δεν έχουν μάτια για να με κοιτάξουν κανονικά, και τόσα χρόνια στον καναπέ κακώς προσπαθούσα να κατανοήσω ή να επιτύχω οποιαδήποτε συμπαντική επικοινωνία με τον κλώνο μου. Είναι ένα πτώμα από το οποίο εξαρτούσα την αιώνια ζωή μου και τίποτε άλλο. Μία ζωή στην οποία ήμουν κι εγώ επίσης ένα πτώμα αφού στην ουσία δεν είχα ζωή αφού τίποτα δεν θα άλλαζε, ποτέ. Απλά εγώ είχα κεφάλι κι αυτός δεν είχε.
Σε λίγες μέρες κάπου μακριά, γερνώντας, κοπιάζοντας, ίσως και αρρωσταίνοντας θα αρχίσουμε να πεθαίνουμε πάλι, ύστερα από πολλά χρόνια αθανασίας. Θα είμαστε και πάλι θνητοί. Όμως έτσι θα ξαναζήσουμε πάλι. Βλέποντας τα παιδιά μας να απολαμβάνουν όλα αυτά που κάποτε ήτανε πολύτιμα και για μας. Και μας έκαναν να χαμογελάμε, μας έκαναν πραγματικά χαρούμενους. Επειδή δεν ήταν κάτι ακόμη που είχαμε αγοράσει, με την τεχνολογία μας ή με τα χρήματα μας, αλλά όλα αυτά που πραγματικά απολαμβάναμε. Επειδή συνέβαιναν για πρώτη φορά ή επειδή κρατούσανε λίγο. Χωρίς την αθανασία. Όμως τι αξίζει μία δυστυχισμένη αιωνιότητα μπροστά σε μια υπέροχη ζωή ξανά;